Η σχέση του με τα ακουστικά που αναγκαστικά φορούσε κάθε μέρα ήταν κάπως...χμ…ιδιαίτερη. Για την ακρίβεια…τα μισούσε. Όλα. Κι αυτά του το ανταπέδιδαν. Ένα πρωί λοιπόν, έκατσε στο γραφείο του και φόρεσε τα μισητά ακουστικά.
-Αου! είπε .
Η βάρδια δεν είχε αρχίσει καθόλου καλά. Το αυτί του πονούσε ήδη. Και είχε μπροστά του 3 ώρες και 34 λεπτά ακόμα. Μέσα στη μαγεία του να είσαι τηλεφωνητής(όχι αυτόματος, δυστυχώς) συμπεριλαμβανόταν το να ακούς κάθε μαλακία που ο άλλος αποφασίζει να μοιραστεί μαζί σου, να ανέχεσαι όοολες τις παραξενιές των προϊσταμένων σου, οι οποίοι αποφασίζουν πάντα να σου μιλήσουν όταν έχεις γραμμή και πάνω απ’ όλα, να νιώθεις σαν τον ξενιστή μιας ύπουλης δύναμης που λέγεται ακουστικό.
Καθώς μέσα του διαδραματιζόταν ένας έντονος διάλογος με το σύμπαν (συγκεκριμένα ο ήρωάς μας του κατέβαζε καντήλια), άκουσε μια φωνούλα. Βασικά...Άλλη μια φωνούλα. Γιατί εκείνη την ώρα άκουγε επίσης την γλυκιά φωνή μιας συγχυσμένης μάνας, την τσιρίδα του μπέμπη της και μια ανακοίνωση από τη διοίκηση.
-Είσαι πολύ γκρινιάρης, το ξέρεις; Δεν είναι τόσο φοβερό. Αν έμπαινες στον κόπο να με γνωρίσεις θα έβλεπες ότι είμαι συμπαθητικό.
Ώπα! Κάτι του έλεγε ότι δεν είναι καλό να ακούσει φωνές από το πουθενά. Όλοι ξέρουμε άλλωστε τι συνέβη στη Jean d’Arc. Και τελοσπάντων, ποιος μιλούσε;
-Έλα τώρα που δεν καταλαβαίνεις. Το ακουστικό σου είμαι. Ή μήπως δεν είχε καταλάβει ότι έχω κι εγώ ζωή; Γιατί νόμισες ότι προσπαθώ συνέχεια να έρθουμε πιο κοντά;
Η άμεση αντίδραση του ήταν να προσπαθήσει να το βγάλει από το αυτί του. Όοοοχι! Δεν ξεκόλλαγε! Αυτό που κάλπαζε απέναντι ήταν κρίση πανικού ή κι αυτό το φανταζόταν;
-Μην αγχώνεσαι. Όταν έρθει η ώρα να σχολάσεις θα σε αφήσω. Απλώς θέλω να γνωριστούμε καλύτερα. Τόσο καιρό ακούω τις σκέψεις σου. Θέλω επιτέλους να πούμε και καμιά κουβέντα.
«Ακούω τις σκέψεις σου»; Άραγε πόσο στοιχίζει ένας καλός ψυχίατρος;
-Ω, καλά. Δε θες να μιλήσεις εσύ; Οκ. Θα μιλάω εγώ. Είμαι η ψυχή των ακουστικών σου. Ναι ναι, έχω ψυχή. Και είναι πολύ μόνη ξέρεις. Αυτό γίνεται όταν όλοι σε θεωρούν ένα απλό αντικείμενο.
Σύμπαν, γιατί σ’ εμένα;
-Μα γιατί είσαι ο πιο συμπαθητικός. Ήξερα ότι θα με καταλάβεις. Μισώ τη δουλειά μου όσο εσύ τη δική σου. Μοιάζουμε.
Σύμπαν, άντε γαμήσου.
Α, και σύμπαν, σε μισώ.
Ντριιιιιιιιιιν. Ξυπνητήρι. Όνειρο. Μαμά μου. Πόσο είπαμε στοιχίζει εκείνος ο ψυχίατρος;