Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2007

Μφφφφφφ!










Νυστάζωωωω!Δε μπορώ! Έχουν σπάσει τα νεύρα μου. Που λέει και το φίλτατο mouton "je ne veux pas travailler,je ne veux pas déjeuner ,je veux seulement oublier..."! Ναι, θα γκρινιάξω πάλι για τη δουλειά μου. Ναι,είμαι μια σκέτη γκρίνια! Και ναι ρε, είμαι και ευέξαπτη! Αλλά τέσσερις μήνες τώρα δεν έχω βρίσει κανέναν απο όλους αυτούς τους καμμένους που παίρνουν να ρωτήσουν γιατί δε βρίσκουν πια το βιολογικό τους γάλα στο σουπερμάρκετ! Α, α, δε σηκώνω κουβέντα, είμαι μια κυρία! Μια κυρία που θέλει να κοιμηθεί, αλλά κυρία,εντούτοις. Επίσης έχω αρχίσει να αγχώνομαι και για την πτυχιακή(μέχρι τώρα αγχωνόμουν μόνο για την πρακτική,το TOEFL και το μεταπτυχιακό). Γιατί καθηγητή βρήκα. Θέμα πότε θα βρω, παιδιά; Ε, ε; Και δεν περνάανε και οι ρημάδες οι μέρες να παω να τον δω επιτέλους! Όχι τον καθηγητή! Τον ξενιτεμένο μου! Επίσης έχω να δηλώσω ότι αν συνεχίσω να τρώω σα γουρούνα δε θα χωράω πια στα ρούχα μου, κι αυτό δεν είναι ποτέ καλο! Αυτά είχα να καταγγείλω για σήμερα! Πάω να κοιμηθώ!

Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2007








Η οθόνη τρεμόπαιξε πάλι. Η αίθουσα ήταν άδεια. Νύσταζε.
Το φως της οθόνης τον τρέλαινε. Έκλεισε τα μάτια του και ακούμπησε στο γραφείο. Αποκοιμήθηκε αμέσως. Στο όνειρο του ένα υπολογιστής έλαμπε και αναβόσβηνε. Στο βάθος ακουγόταν ένας επαναλαμβανόμενος ήχος, σαν κέρματα που πέφτουν από ψηλά σε μεταλλικό δοχείο. Τον ενοχλούσε. Και το έντονο φως του πονούσε τα μάτια. Δοκίμασε να σηκωθεί. Ένα ζευγάρι αλυσίδες τον τράβηξε κάτω. Οι καρποί του ήταν γδαρμένοι από την τριβή. Δε θυμόταν τι έκανε εκεί. Ξαφνικά άκουσε μια γυναικεία φωνή να τραγουδά. Γύρισε προς το μέρος της. Η λάμψη από τον υπολογιστή δυνάμωσε. Η Μαρίνα συνέχισε να τραγουδά χαμογελώντας του. Στην οθόνη άρχισαν να προβάλλονται παλιές τους φωτογραφίες. Αγκαλιά στην παραλία, πασαλειμμένοι με σοκολάτες, κάτω από τον πύργο του
Eiffel. Ύστερα άλλες εικόνες. Τα κορμιά τους στο κρεβάτι, να τρώνε στην κουζίνα, η Μαρίνα να κλαίει με λυγμούς, εκείνος με8υσμένος,πεσμένος στο πάτωμα. Τελευταία εικόνα ένα αεροπλάνο. Η Μαρίνα είχε φτάσει στην αγκαλιά του. Οι αλυσίδες δεν τον άφηναν να την αγκαλιάσει κι η λάμψη του υπολογιστή θόλωνε τα μάτια του. Το αίμα στα χέρια του δεν το είδε. Το ένιωσε μόνο και το γεύτηκε. Τότε μόνο άκουσε τι τραγούδαγε τόση ώρα η Μαρίνα. «Η αγάπη θα ‘ρθει/θα ‘ρθει…»