Παρασκευή 29 Ιουνίου 2007

Tribute

Βαριέμαι να γράψω κείμενο. Οπότε, δράττομαι της ευκαιριας της ονομαστικής γιορτης του φίλτατου Παύλου(μη χαίρεσαι ψώνιο!) και ανεβάζω ένα τραγουδάκι! Τα τρια powerpuff girls(είπαμε, εγώ, η elgalla και η buffy) καταλήξαμε ομοφώνως σ' αυτό, αφενός γιατί δε μας ερχόταν άλλο, αφετερου γιατι είναι εξίσου κάφρικο με τον εορτάζοντα! Enjoy!
[Χρόνια πολλά Παύλε! ;-) ]


Δευτέρα 25 Ιουνίου 2007

Καύσωνας-Φοιτητές Παντείου=1-0!!!!!


Έχει ζέστη. Το ξέρουμε όλοι. Και μερικοί από μας έχουμε και εξεταστική. Που είναι από μόνο του κακό πράγμα.

Είναι μεσημέρι. Είμαστε έξω από μια αίθουσα της Παντείου. Και είμαστε πολλοί. Δεν ξέρω γιατί τέτοιος ξαφνικός ζήλος. Το έτος μου ήταν όλο εκεί πάντως. Η αίθουσα χωράει γύρω στα 70 άτομα. Είμαστε καταφανώς περισσότεροι. Μπαίνουμε. Όσοι προλαβαίνουμε καθόμαστε. Προφανώς δεν υπάρχει κλιματισμός. (Ο επιτηρητής βέβαια υποστήριζε σθεναρά ότι όχι μόνο υπάρχει αλλά είναι και στο τέρμα.) Τα παράθυρα κλειστά. Έρχεται η καθηγήτρια. Είναι έξαλλη που είμαστε τόσο πολλοί και δεν έχουμε κενό κάθισμα ανάμεσα μας . για κάποιο παντελώς άγνωστο λόγο έχει την πεποίθηση ότι αν ανοίξει άλλη μια αίθουσα(χωρητικότητας 30 ατόμων), θα χωρέσουν όλοι οι όρθιοι και θα μας αραιώσει κιόλας. Μας κοιτάει άγρια και μας λέει:

-Δε θα κάτσω εγώ να διορθώνω μες στη ζέστη αν δεν είμαι σίγουρη ότι έχετε γράψει σε σωστές συνθήκες(=με κενά, όχι με θερμοκρασία κάτω από 40 βαθμούς)

Φυσικά δε μπορούμε να αραιώσουμε. Γράφουμε λοιπόν έτσι, με θερμοκρασία 40+, κάνοντας όπως όπως αέρα, με λιποθυμικές τάσεις κτλ.

Μετά το τέλος της εξέτασης μάθαμε ότι όσοι δε χώρεσαν στην άλλη αίθουσα(και δεν κάθισαν στα περβάζια της δικής μας), έγραψαν όρθιοι σε μια άλλη. Και για μια ακόμα φορά το πρόβλημα της καθηγήτριας ήταν η εγγύτητα των φοιτητών.

-Δεν το δέχομαι, σαν καθηγήτρια πανεπιστημίου, να είναι η κόλλες των συμφοιτητών σας στο οπτικό σας πεδίο!

Θέλω να είμαι ευγενική. Αλήθεια. Έχω και μια παιδεία από το σπίτι μου. Αλλά άντε και γαμήσου! Γράφω με 43 βαθμούς, και ίσως όρθια! Και το μόνο που σε πειράζει είναι αν βλέπω την κόλλα του διπλανού μου;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;; Περιμένεις την ώρα της εξέτασης να δεις ότι δε χωράνε οι φοιτητές σου; Και τους ειρωνεύεσαι και τους αγριεύεις κιόλας; Πόση πλάκα θα έχει να λιποθυμήσουν 2-3. Τότε να δούμε!

Υ.Γ.: Το ΣΕΜΦΕ κλείνει αύριο και μεθαύριο λόγω καύσωνα. Εμείς δεν είμαστε άνθρωποι προφανώς.

*&#$%%@!$%%^&&*%%$#@@$$%^&*~#$%%&&*

Σάββατο 23 Ιουνίου 2007

Όνειρα γλυκά...


Μου ζήτησες να σου πω ένα παραμύθι για να κοιμηθείς. Αλλά δεν ξέρω να λέω παραμύθια. Ίσως όμως καταφέρω να γράψω ένα…

«Κάποτε, ζούσε ένα αγόρι. Όχι πολύ μικρό. Όμως δεν είχε γίνει άντρας ακόμα. Είχε ταξιδέψει αρκετά, είχε γνωρίσει κι άλλα αγόρια και κορίτσια. Ένα καλοκαίρι, όμως, ήταν εγκλωβισμένο σ’ ένα μικρό σπίτι δίπλα στη θάλασσα. Παλιά του έδινε μόνο χαρά. Αλλά οι φίλοι του είχαν πια μεγαλώσει. Είναι δύσκολο να μένεις παιδί. Το αγόρι, λοιπόν, ο Αντρέας, βαριόταν φοβερά. Μαζί του άλλωστε ήταν όλη του η οικογένεια, η οποία δεν έχανε ευκαιρία να του σπάει τα νεύρα. Εκείνο το πρωί αποφάσισε να πάει μια βόλτα, κάπου που δεν είχε ξαναπάει. Είχε ακούσει από τον αγαπημένο του παππού για μια σπηλιά, στα βράχια, μισοπλημμυρισμένη με θαλασσινό νερό, εκεί κοντά. Έβαλε το μαγιό του, βγήκε σιγά σιγά από το σπίτι, για να μην τον καταλάβουν, και βούτηξε στο νερό. Κολύμπησε ώρα, ψάχνοντας το σημείο που του περιέγραφε ο παππούς. Ήταν, λέει, μετά το μικρό ακρωτήρι, κρυμμένο πίσω από ένα βράχο που έμοιαζε πολύ με γοργόνα. Ο Αντρέας ήταν σίγουρος ότι θα τη βρει. Η περιγραφή ήταν ολοζώντανη στο μυαλό του. Κι άλλωστε ήταν καλός κολυμβητής, και το ήθελε πολύ. Στη διαδρομή χάζευε τα κύματα να σπάνε στους άγριους βράχους, ψαράκια να κολυμπάνε κάτω από το σώμα του… Ο βράχος-γοργόνα όμως δε φαινόταν πουθενά. Κολύμπησε πολύ. Απομακρύνθηκε από το σημείο που του έλεγε ο παππούς. Κουράστηκε. Τώρα δίπλα του υπήρχε αμμουδιά. Βγήκε να πάρει μια ανάσα. Ήταν απογοητευμένος. Είχε τόσα όνειρα για το τι θα έβρισκε στη σπηλιά, λαχταρούσε τόσο να εξερευνήσει τα μυστήρια της. Τώρα έπρεπε να γυρίσει πίσω και να περάσει άλλο ένα βαρετό απόγευμα με τους δικούς του. Όλα του τα σχέδια είχαν πάει στο βρόντο. Κοίταξε γύρω του σα χαμένος. Τότε μόνο είδε το σκαρί που φαινόταν σαν ξαπλωμένο στη στεριά. Έμοιαζε παλιό. Ο Αντρέας σηκώθηκε και πλησίασε. Από μια τρύπα στο πλάι του, χώθηκε μέσα. Το φως που μισοέμπαινε έδινε στο παλιό ξύλο ένα καφεπράσινο χρώμα. Αν και έμοιαζε με ναυάγιο, όλα μέσα ήταν τακτικά και αρκετά καθαρά. Ήταν σαν σπίτι. Ή σαν…καφενείο. Ναι, σαν καφενείο. Σαν αυτά τα παλιά, που υπήρχαν στα χωριά. Άρχισε να γυρνάει γύρω γύρω, χαρούμενος για την ανακάλυψη του, ψαχουλεύοντας ντουλάπια, σηκώνοντας ποτήρια. Ποιοι έρχονταν εδώ; Ήταν άνθρωποι, πλάσματα της θάλασσα, νεκροί ναυτικοί; Έκατσε μέχρι που έπιασε να νυχτώνει αλλά δεν είχε φανεί κανείς. Έπρεπε να γυρίσει, αλλιώς θα χανόταν, και η κατσάδα που τον περίμενε θα ήταν φοβερή. Έφτασε σπίτι λίγο πριν το βραδινό φαί. Η κούραση του ήταν τέτοια που ίσα που πρόλαβε να φάει. Ύστερα έπεσε να κοιμηθεί, έναν ύπνο γεμάτο περιπετειώδη όνειρα, σ ένα καφενείο νεκρών πειρατών. Το πρωί ξύπνησε την αδερφή του και την πήρε μαζί του στην παραλία…»

Κοιμήθηκες; Το παραμύθι αυτό δεν τελειώνει. Όπως καμία ιστορία που φτιάχτηκε ποτέ από άνθρωπο. Κοιμήσου… το πρωί σε περιμένει η παραλία σου…

Τρίτη 19 Ιουνίου 2007

Every Sperm is Sacred



{Ένα ευχάριστο-και άσχετο-μουσικό διάλλειμα! :-) }

Δευτέρα 18 Ιουνίου 2007

Μέλισσες(3)


Ο Φ., ήταν πάντα κάπως ντροπαλός. Και δειλός. Κότα, θα μπορούσε να πει κανείς. Του ήταν παντελώς αδύνατο να κάνει ο ίδιος μια πρώτη κίνηση, να πάρει μια πρωτοβουλία, κάτι τελοσπάντων. Ενδεχομένως, αν ζούσε αρκετά για να περάσει την εφηβεία να είχε διορθωθεί. Αλλά δυστυχώς, τα πράγματα δεν έρχονται πάντα όπως τα περιμένουμε. Και τώρα ο Φ ντρεπόταν να βγει από το σπίτι του και να πάει να μιλήσει στον έρωτα του που κοίταζε χάσκοντας το σώμα του. Και ντρεπόταν γιατί πίστευε ότι δεν ήταν αρκετά ωραίος για να εμφανιστεί μπροστά της. Ελαφρώς διάφανος, με όψη 15χρονου.. Άσε που είχε να μιλήσει σε άνθρωπο( ή, τελοσπάντων, πνεύμα, φάντασμα, πλάσμα του φωτός ή του σκότους, δεν έχει σημασία) πολυυυυυ καιρό και πίστευε ότι είχε χάσει την ικανότητα αυτή. Μήπως να εύρισκε κάτι να ρίξει πάνω του; Και να περίμενε να σκοτεινιάσει; Στο φως του φεγγαριού έδειχνε σαφώς πιο υγιής…
Η Κ., όπως ήδη είπα, αιωρούνταν λίγο πάνω από τη γη κοιτώντας το πτώμα της και το πλήθος που ήταν μαζεμένο γύρω του. Δεν την ενοχλούσε τόσο το ότι είχε πεθάνει(αν και είχε τόσα να προσφέρει στην ανθρωπότητα και ιδιαίτερα στους όμορφους άντρες), όσο το γεγονός ότι το ωραίο της σώμα είχε καταστραφεί, το πρόσωπο της είχε γεμίσει αίματα, και αυτό το μπλουζάκι δε θα καθάριζε ποτέ. Τότε ένιωσε πίσω της την ύπαρξη ενός ακόμα άυλου, όπως αυτή, πλάσματος.
Όχι, όχι. Ο Φ. δεν είχε δώσει τέλος στην εσωτερική πάλη με τη βλακεία του. Ήταν ακόμα μέσα, προσπαθώντας ν’ αποφασίσει την επόμενη κίνηση του. Την Κ. πλησίασε ένα από τα κορυφαία στην ιεραρχία φαντάσματα της Αθήνας, ο Α. Ο Α. ήταν αρχηγός συμμορίας, cool φάντασμα, τύπος γαμώ-και-δέρνω και φυσικά φόβος και τρόμος του μεγαλύτερου ημιδιάφανου πληθυσμού της πόλης. Και ναι, ήταν ο τύπος που είχε διώξει τον Φ. από το πρώτο του σπίτι. Οι ανταποκριτές του στην περιοχή τον είχαν ενημερώσει ότι είχε εμφανιστεί καινούριο μωρό στην πιάτσα, και ,επειδή είχε βαρεθεί την προπολεμική τραγουδίστρια που παρουσίαζε για γκόμενα του, πέρασε να πει ένα «καλωσόρισες», στην νέα.
Με πολύ στυλ, την προσέγγισε, υποκλίθηκε και της φίλησε το χέρι. Και ο Φ κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό. Ή να διαλυθεί σε μικροσωματίδια σκόνης τέλος πάντων! Σε μια ώρα 2 άντρες, ένας ζωντανός κι ένας νεκρός, είχαν καταπατήσει την κυριότητα του πάνω σε μια γυναίκα. Δε θα το άφηνε έτσι αυτό. Είχε πλέον το κίνητρο του για να πάει να τη βρει.{Στο σημείο αυτό θα παρακαλούσα τους αναγνώστες να σταματήσουν να γελάνε με τα χάλια του Φ. Είπαμε, είναι μικρός, δεν ξέρει! Και σεβασμός στους νεκρούς, τελοσπάντων!}

{Συνεχίζεται.Ναι, πάλι!}

Τρίτη 12 Ιουνίου 2007

Αγκρρρ!!!!!!!!




Είναι απλά ένα κείμενο οργής προς τα περιστέρια. Τα οποία έχουν την-προφανώς πολυ διασκεδαστική γι' αυτά- συνήθεια να κατοικοεδρεύουν στα μπαλκόνια μου και να γουργουρίζουν τόσο δυνάτά και τόσο λάθος ώρες(συνήθως πρωινές, πολύ πρωινές), ώστε να με οδηγούν στα πρόθυρα της παράνοιας.ΠΗΓΑΙΝΕΤΕ ΑΛΛΟΥ ΝΑ ΓΟΥΡΓΟΥΡΙΣΕΤΕ ΡΕ! ΘΕΛΩ ΝΑ ΚΟΙΜΗΘΩ!
Αυτά. (Αυτολογοκρίνομαι και δε γράφω όλες τις σαδιστικές ιδέες τις οποίες έχω στο κεφάλι μου αυτή τη στιγμή. Είμαι απλώς εκνευρισμένη. Κατα βάθος τα αγαπάω τα &$*#μενα!)

Πέμπτη 7 Ιουνίου 2007

Μέλισσες(2)


Και για να είμαστε πιο σαφείς, η γκόμενα του δεν ήταν ακριβώς γκόμενα του. Ήταν μια συμμαθήτρια του που γούσταρε χρόνια και την οποία είχε, τελικά, πείσει να «τα φτιάξουν». Η βίαιη συνάντηση του κρανίου του με την πέτρα, μια βδομάδα μετά, είναι αλήθεια πως δεν του άφησε πολύ χρόνο να το χαρεί, ο Φ., εντούτοις συνέχιζε να τη θεωρεί κοπέλα του και κατά τη διάρκεια της μετά θάνατον ζωής του. Επίσης είναι αλήθεια ότι είχε να τη δει περίπου 5 χρόνια,4 μήνες,12 μέρες, 5 ώρες και 58 λεπτά. Αλλά τι σημασία έχουν αυτά στην αγάπη;

Ίσως ένας προσεκτικός παρατηρητής της σκηνής θα ήθελε να επισημάνει στον Φ. ότι η «κοπέλα» του(ας την πούμε Κ.) κυκλοφορούσε πια με κάποιον άλλο. Ο οποίος άλλος της έπιανε και τον κώλο. Αλλά δεν είναι ότι ο Φ. δεν το είχε προσέξει. Και αν το κυκλοφορικό του σύστημα ήταν πιο ζωντανό(ή και απλά ζωντανό), τότε μάλλον θα του είχε ανέβει το αίμα στο κεφάλι. Η σύγχυση του, όμως, δεν πρόλαβε να κρατήσει πάρα πολύ, καθώς το διερχόμενο (με ταχύτητες χελώνας όπως πάντα) Τραμ, παρέσυρε την Κ. τη στιγμή που χόρευε πάνω στις γραμμές του, για να εκδηλώσει τη χαρά της. Για μια ακόμα φορά ο Φ. θαύμασε την κακεντρεχή αίσθηση του χιούμορ του σύμπαντος.

Υστέρα είδε το πνεύμα της Κ. να εγκαταλείπει τα απομεινάρια του σώματος της. Του πήρε λίγη ώρα, αλλά όταν συνειδητοποίησε πως και αυτή ήταν τώρα φάντασμα, χοροπήδησε από τη χαρά του. Είχε έρθει η ώρα να είναι πάλι μαζί. Ή και όχι!


(συνεχίζεται)

Δευτέρα 4 Ιουνίου 2007

Μέλισσες


Στη Συγγρού, δίπλα στο σταθμό του Μετρό υπάρχει ένα τεράστιο εγκαταλελλειμένο κτήριο. Παλιά ήταν εργοστάσιο ή κάτι τέτοιο. Στο χαμηλότερο μέρος του κάποιοι έχουν φτιάξει με σπρέι ένα σμήνος στρουμπουλές μέλισσες. Στο κτίριο αυτό μένει λοιπόν το φάντασμα της ιστορίας μας. Ναι, ναι, το ξέρω, η Αθήνα δεν είναι πόλη που πείθει ότι έχει φαντάσματα. Και τι να γίνει δηλαδή; Επειδή η παγκόσμια λογοτεχνία μας έχει κάνει να πιστεύουμε ότι τα φαντάσματα προτιμούν σκοτεινές κι αραχνιασμένες πόλεις, θα τα εξορίσουμε από την Ελλάδα; Δε φτάνει που είμαστε ρατσιστές με τους εν ζωή, δε θα λυπηθούμε ούτε τους καημένους τους νεκρούς?
Και το φάντασμα μας είναι διπλά καημένο. Βρέθηκε στο παλιό κτίριο στη Συγγρού όταν μια παρέα άλλων φαντασμάτων το έδιωξαν με τη βία από το σπίτι του, για να μείνουν αυτά. Το φάντασμα (ας τον ονομάσουμε Φ.) όταν ζούσε, ήταν ένα αγόρι, γύρω στα 15. Πέθανε όταν μια παρέα νταήδων από το σχολείο του τον κυνήγησαν και τον πετροβόλησαν. Στην προσπάθεια του να ξεφύγει μπερδεύτηκε σ’ ένα καλώδιο που ήταν πεσμένο στο δρόμο και κατά την πτώση χτύπησε το κεφάλι του σε μια πέτρα. Ο θάνατος του ήταν ακαριαίος.
Ο Φ. δεν ήταν εκδικητικός χαρακτήρας. Είχε περάσει όλη τη μέχρι τώρα μεταθανάτια ζωή του ψάχνοντας τι έπρεπε να κάνει για να πάψει να είναι φάντασμα. Ίσως πρέπει να του συγχωρήσουμε, λόγω της μικρής του ηλικίας την άγνοια βασικών κοσμικών κανόνων, αλλά δεν του πέρναγε από το μυαλό πως το μόνο που τον κρατούσε στη γη ήταν η ανάγκη να αποδοθεί δικαιοσύνη. Επειδή δεν ήταν πολύ θαρραλέος, η καθημερινότητα του ως φάντασμα ήταν ιδιαιτέρως βαρετή. Το «σπίτι» του ήταν τεράστιο, αλλά πόσες βόλτες να κάνει κανείς πια? Ευτυχώς ο δρόμος από κάτω ήταν πολυσύχναστος. Αυτοκίνητα, λεωφορεία, άνθρωποι, η γκόμενα του 5χρόνια μεγαλύτερη…
Η γκόμενα του 5 χρόνια μεγαλύτερη;;;;;;;;; Και ποιος ήταν αυτός δίπλα της; Και γιατί αυτή είχε μεγαλώσει ενώ ο Φ. ήταν ακόμα όπως τη μέρα που πέθανε; Γιατί το σύμπαν δεν έβρισκε κανέναν άλλο να ασχοληθεί αλλά ασχολιόταν μόνο με την ανακάλυψη τρόπων για να τον βασανίσει και να τον περιπαίξει; 20 χρονών, νεκρός, φάντασμα, μόνος σ’ ένα εγκαταλελειμένο κτήριο, και η κοπέλα του να κυκλοφορεί με άλλον. Τι άλλο θα μπορούσε να συμβεί πια;