Μου ζήτησες να σου πω ένα παραμύθι για να κοιμηθείς. Αλλά δεν ξέρω να λέω παραμύθια. Ίσως όμως καταφέρω να γράψω ένα…
«Κάποτε, ζούσε ένα αγόρι. Όχι πολύ μικρό. Όμως δεν είχε γίνει άντρας ακόμα. Είχε ταξιδέψει αρκετά, είχε γνωρίσει κι άλλα αγόρια και κορίτσια. Ένα καλοκαίρι, όμως, ήταν εγκλωβισμένο σ’ ένα μικρό σπίτι δίπλα στη θάλασσα. Παλιά του έδινε μόνο χαρά. Αλλά οι φίλοι του είχαν πια μεγαλώσει. Είναι δύσκολο να μένεις παιδί. Το αγόρι, λοιπόν, ο Αντρέας, βαριόταν φοβερά. Μαζί του άλλωστε ήταν όλη του η οικογένεια, η οποία δεν έχανε ευκαιρία να του σπάει τα νεύρα. Εκείνο το πρωί αποφάσισε να πάει μια βόλτα, κάπου που δεν είχε ξαναπάει. Είχε ακούσει από τον αγαπημένο του παππού για μια σπηλιά, στα βράχια, μισοπλημμυρισμένη με θαλασσινό νερό, εκεί κοντά. Έβαλε το μαγιό του, βγήκε σιγά σιγά από το σπίτι, για να μην τον καταλάβουν, και βούτηξε στο νερό. Κολύμπησε ώρα, ψάχνοντας το σημείο που του περιέγραφε ο παππούς. Ήταν, λέει, μετά το μικρό ακρωτήρι, κρυμμένο πίσω από ένα βράχο που έμοιαζε πολύ με γοργόνα. Ο Αντρέας ήταν σίγουρος ότι θα τη βρει. Η περιγραφή ήταν ολοζώντανη στο μυαλό του. Κι άλλωστε ήταν καλός κολυμβητής, και το ήθελε πολύ. Στη διαδρομή χάζευε τα κύματα να σπάνε στους άγριους βράχους, ψαράκια να κολυμπάνε κάτω από το σώμα του… Ο βράχος-γοργόνα όμως δε φαινόταν πουθενά. Κολύμπησε πολύ. Απομακρύνθηκε από το σημείο που του έλεγε ο παππούς. Κουράστηκε. Τώρα δίπλα του υπήρχε αμμουδιά. Βγήκε να πάρει μια ανάσα. Ήταν απογοητευμένος. Είχε τόσα όνειρα για το τι θα έβρισκε στη σπηλιά, λαχταρούσε τόσο να εξερευνήσει τα μυστήρια της. Τώρα έπρεπε να γυρίσει πίσω και να περάσει άλλο ένα βαρετό απόγευμα με τους δικούς του. Όλα του τα σχέδια είχαν πάει στο βρόντο. Κοίταξε γύρω του σα χαμένος. Τότε μόνο είδε το σκαρί που φαινόταν σαν ξαπλωμένο στη στεριά. Έμοιαζε παλιό. Ο Αντρέας σηκώθηκε και πλησίασε. Από μια τρύπα στο πλάι του, χώθηκε μέσα. Το φως που μισοέμπαινε έδινε στο παλιό ξύλο ένα καφεπράσινο χρώμα. Αν και έμοιαζε με ναυάγιο, όλα μέσα ήταν τακτικά και αρκετά καθαρά. Ήταν σαν σπίτι. Ή σαν…καφενείο. Ναι, σαν καφενείο. Σαν αυτά τα παλιά, που υπήρχαν στα χωριά. Άρχισε να γυρνάει γύρω γύρω, χαρούμενος για την ανακάλυψη του, ψαχουλεύοντας ντουλάπια, σηκώνοντας ποτήρια. Ποιοι έρχονταν εδώ; Ήταν άνθρωποι, πλάσματα της θάλασσα, νεκροί ναυτικοί; Έκατσε μέχρι που έπιασε να νυχτώνει αλλά δεν είχε φανεί κανείς. Έπρεπε να γυρίσει, αλλιώς θα χανόταν, και η κατσάδα που τον περίμενε θα ήταν φοβερή. Έφτασε σπίτι λίγο πριν το βραδινό φαί. Η κούραση του ήταν τέτοια που ίσα που πρόλαβε να φάει. Ύστερα έπεσε να κοιμηθεί, έναν ύπνο γεμάτο περιπετειώδη όνειρα, σ ένα καφενείο νεκρών πειρατών. Το πρωί ξύπνησε την αδερφή του και την πήρε μαζί του στην παραλία…»
Κοιμήθηκες; Το παραμύθι αυτό δεν τελειώνει. Όπως καμία ιστορία που φτιάχτηκε ποτέ από άνθρωπο. Κοιμήσου… το πρωί σε περιμένει η παραλία σου…
«Κάποτε, ζούσε ένα αγόρι. Όχι πολύ μικρό. Όμως δεν είχε γίνει άντρας ακόμα. Είχε ταξιδέψει αρκετά, είχε γνωρίσει κι άλλα αγόρια και κορίτσια. Ένα καλοκαίρι, όμως, ήταν εγκλωβισμένο σ’ ένα μικρό σπίτι δίπλα στη θάλασσα. Παλιά του έδινε μόνο χαρά. Αλλά οι φίλοι του είχαν πια μεγαλώσει. Είναι δύσκολο να μένεις παιδί. Το αγόρι, λοιπόν, ο Αντρέας, βαριόταν φοβερά. Μαζί του άλλωστε ήταν όλη του η οικογένεια, η οποία δεν έχανε ευκαιρία να του σπάει τα νεύρα. Εκείνο το πρωί αποφάσισε να πάει μια βόλτα, κάπου που δεν είχε ξαναπάει. Είχε ακούσει από τον αγαπημένο του παππού για μια σπηλιά, στα βράχια, μισοπλημμυρισμένη με θαλασσινό νερό, εκεί κοντά. Έβαλε το μαγιό του, βγήκε σιγά σιγά από το σπίτι, για να μην τον καταλάβουν, και βούτηξε στο νερό. Κολύμπησε ώρα, ψάχνοντας το σημείο που του περιέγραφε ο παππούς. Ήταν, λέει, μετά το μικρό ακρωτήρι, κρυμμένο πίσω από ένα βράχο που έμοιαζε πολύ με γοργόνα. Ο Αντρέας ήταν σίγουρος ότι θα τη βρει. Η περιγραφή ήταν ολοζώντανη στο μυαλό του. Κι άλλωστε ήταν καλός κολυμβητής, και το ήθελε πολύ. Στη διαδρομή χάζευε τα κύματα να σπάνε στους άγριους βράχους, ψαράκια να κολυμπάνε κάτω από το σώμα του… Ο βράχος-γοργόνα όμως δε φαινόταν πουθενά. Κολύμπησε πολύ. Απομακρύνθηκε από το σημείο που του έλεγε ο παππούς. Κουράστηκε. Τώρα δίπλα του υπήρχε αμμουδιά. Βγήκε να πάρει μια ανάσα. Ήταν απογοητευμένος. Είχε τόσα όνειρα για το τι θα έβρισκε στη σπηλιά, λαχταρούσε τόσο να εξερευνήσει τα μυστήρια της. Τώρα έπρεπε να γυρίσει πίσω και να περάσει άλλο ένα βαρετό απόγευμα με τους δικούς του. Όλα του τα σχέδια είχαν πάει στο βρόντο. Κοίταξε γύρω του σα χαμένος. Τότε μόνο είδε το σκαρί που φαινόταν σαν ξαπλωμένο στη στεριά. Έμοιαζε παλιό. Ο Αντρέας σηκώθηκε και πλησίασε. Από μια τρύπα στο πλάι του, χώθηκε μέσα. Το φως που μισοέμπαινε έδινε στο παλιό ξύλο ένα καφεπράσινο χρώμα. Αν και έμοιαζε με ναυάγιο, όλα μέσα ήταν τακτικά και αρκετά καθαρά. Ήταν σαν σπίτι. Ή σαν…καφενείο. Ναι, σαν καφενείο. Σαν αυτά τα παλιά, που υπήρχαν στα χωριά. Άρχισε να γυρνάει γύρω γύρω, χαρούμενος για την ανακάλυψη του, ψαχουλεύοντας ντουλάπια, σηκώνοντας ποτήρια. Ποιοι έρχονταν εδώ; Ήταν άνθρωποι, πλάσματα της θάλασσα, νεκροί ναυτικοί; Έκατσε μέχρι που έπιασε να νυχτώνει αλλά δεν είχε φανεί κανείς. Έπρεπε να γυρίσει, αλλιώς θα χανόταν, και η κατσάδα που τον περίμενε θα ήταν φοβερή. Έφτασε σπίτι λίγο πριν το βραδινό φαί. Η κούραση του ήταν τέτοια που ίσα που πρόλαβε να φάει. Ύστερα έπεσε να κοιμηθεί, έναν ύπνο γεμάτο περιπετειώδη όνειρα, σ ένα καφενείο νεκρών πειρατών. Το πρωί ξύπνησε την αδερφή του και την πήρε μαζί του στην παραλία…»
Κοιμήθηκες; Το παραμύθι αυτό δεν τελειώνει. Όπως καμία ιστορία που φτιάχτηκε ποτέ από άνθρωπο. Κοιμήσου… το πρωί σε περιμένει η παραλία σου…
3 σχόλια:
Και μου είχαν λείψει τα παραμυθάκια σου!!!Έιναι ολα τόσο γλυκά και χαριτωμένα!Keep writing ;-)
:-)
paw ki egw gia ypno me thn elpida na ksypnhsw sthn paralia enos ekswtikou nhsiou, me to kyma na xaideuei tis patouses mou..
Δημοσίευση σχολίου