Μια φορά κι ένα καιρό ένα μικρό κοριτσάκι, η Χιονάτη, πέρασε μέσα από ένα δάσος. Και το Δάσος την ερωτεύτηκε. Είχαν περάσει πολλά κοριτσάκια από μέσα του και όλα είχαν κάνει την καρδιά του να σκιρτήσει. Αλλά αυτή η μικρή ήταν κάτι ξεχωριστό. Το δάσος δεν είχε ξαναδεί μαλλιά μαύρα σαν τα δικά της, ούτε χείλια τόσο πορφυρά. Εκείνο, όμως που την έκανε πραγματικά ξεχωριστή, ήταν το δέρμα της. Τόσο λευκό και λαμπερό. Χιονένιο. Το Δάσος προσπάθησε να της κλείσει το δρόμο, να την κρατήσει για πάντα μέσα του, αλλά δεν τα κατάφερε. Η μοίρα την ήθελε πρωταγωνίστρια σε ένα άλλο παραμύθι. Το Δάσος, φυσικά δεν το ήξερε αυτό και ήταν απελπισμένο.
Το Δάσος δεν ήταν πάντα δάσος. Κάποτε ήταν Άντρας. Ο Άντρας ήταν Παιδί. Ή σαν παιδί. Του άρεσε να παίζει με τη ζωή, είχε μάλιστα τη φιλοδοξία να την κερδίσει. Του άρεσε να ταξιδεύει, να γνωρίζει… Δε φοβόταν. Τα παιδιά δε φοβούνται. Ίσως, μόνο…το σκοτάδι. Του Άντρα του άρεσε ο έρωτας. Η τελευταία γυναίκα που ερωτεύτηκε ήταν σαν ήλιος. Ξανθιά, με μελί δέρμα, μάτια σαν τα νερά του ποταμού δίπλα στο σπίτι της. Ο άντρας της υποσχέθηκε πως θα είναι μαζί της μέχρι να τους χωρίσει ο θάνατος και το σπίτι δίπλα στο ποτάμι έγινε σπίτι του. Η κορούλα τους μεγάλωνε μέσα στα νερά, τα δέντρα, τα πουλιά. Την κορούλα τους τη σκότωσε ένα άλογο, τη γυναίκα του το μαχαίρι που σήκωσαν τα δικά της χέρια. Και το Παιδί βρέθηκε στο σκοτάδι. Και τρόμαξε. Τις έθαψε μαζί, δίπλα στο ποτάμι. Ζήτησε από τα ξωτικά, τις νεράιδες, τα πνεύματα, να τον λυπηθούν και να τον μεταμορφώσουν σε κάτι άλλο, κάτι που να διώξει το φόβο μέσα του. Η πιο άσχημη από τις νεράιδες ήρθε κοντά του. Φτερούγισε γύρω του και κάθησε στον ώμο του. Του εξήγησε ότι μόνο εκείνη άκουσε την προσευχή του, αφού οι αδερφές της ήταν απασχολημένες με τους έρωτες τους. Ο Άντρας της χαμογέλασε κουρασμένα. Η νεράιδα τον φίλησε γλυκά στα χείλη και του ψιθύρισε στ’ αυτί αρχαία μυστικά. Ο Άντρας ήταν πια Δάσος.
Δεν ήταν μεγάλο. Μερικές εκατοντάδες δέντρα, όχι πολύ μεγάλα ή εντυπωσιακά.. Θάμνοι με φρούτα ή μικρά λουλούδια. Μια μικρούλα λίμνη. Και ένα στρώμα φύλλα και απαλό γρασίδι. Ζωάκια κρύβονταν στην προστατευτική αγκαλιά του, αλλά σπάνια κυνηγοί έψαχναν να τα ξετρυπώσουν. Ένα μικρό μονοπάτι το έκοβε στα δυο και οδηγούσε στο παλάτι του βασιλιά. Το μονοπάτι που διέσχισε η Χιονάτη. Το Δάσος έστειλε πουλιά να χαϊδέψουν τα αχνάρια από τα ποδαράκια της, μέλισσες να μυρίσουν το άρωμά της, ελαφάκια να γευτούν τη γεύση της. Παρακαλούσε να γίνει πάλι Άντρας, να πάρει στην αγκαλιά του το κορίτσι και να γίνει και ο ίδιος πάλι παιδί. Πέρασαν χρόνια πριν εμφανιστεί ξανά η άσχημη νεράιδα. Ήταν κλαμένη. Πίστευε πως θα μπορούσε να αντισταθεί στα παρακάλια του και να τον κρατήσει για πάντα στον κόσμο της. Δεν άντεξε όμως.
Ο Άντρας ήταν πάλι Άντρας. Πάτησε ξανά το χώμα, ζεστάθηκε από τον ήλιο, έφαγε γλυκούς καρπούς. Άρχισε αμέσως να αναζητά τη Χιονάτη. Όταν τη βρήκε ήταν ήδη νεκρή, στα βάθη ενός άλλου δάσους. Σκοτωμένη από ένα μήλο, με 7 νάνους, φύλακες του πανέμορφου κορμιού της. Ο Άντρας δεν ήταν πρίγκιπας και οι φρουροί της Αγάπης του δεν τον άφησαν ούτε να την πλησιάσει και να δώσει ένα φιλί στα σαν ματωμένα χείλη της. Οι πληγές στην καρδιά του Άντρα δεν είχαν προλάβει να κλείσουν. Την άκουσε να σπάει. Για μια ακόμα φορά φώναξε, παρακάλεσε. Η νεράιδα του αυτή τη φορά ήρθε γρήγορα. Δε θα τον έχανε ποτέ πια. Με δάκρυα στα μάτια τον φίλησε τρυφερά στα χείλη. Ο Άντρας ήταν πια Νεκρός. Λίγο πιο πέρα ο πέρα ο Πρίγκιπας ξυπνούσε τη Χιονάτη από τον ύπνο της.
Ένα ακόμα χαρούμενο τέλος…
1 σχόλιο:
pragmatika eisai apisteuti!!!!!
to telos eidika eiani korufwsi olis tis isorias kai o tropos pou to apodideis!!!!
BRAVOOOOOOO!!!!
Δημοσίευση σχολίου