Παρασκευή 24 Αυγούστου 2007

Every night I burn







Όταν την πήραν τηλέφωνο και τη φώναξαν για αναγνώριση είχε μόλις συνέλθει από την επίδραση ενός κοκτέιλ ναρκωτικών. Δεν ήταν και στα καλύτερα της. Οι αντοχές της είχαν αρχίσει να μειώνονται. Δεν ήθελε να τον ξαναδεί το μαλάκα. Αλλά δεν υπήρχε κανείς άλλος, κανείς. Οδήγησε μέχρι το σπίτι του. Έπρεπε να την είχαν προετοιμάσει. Το αίμα άρχισε σχεδόν από την πόρτα. Κόντεψε να πατήσει ένα πόδι- το δικό του πόδι, συνειδητοποίησε-και πρόσεξε ότι υπήρχαν πολλά ματωμένα μέλη σε σακούλες. Το κεφάλι ήταν πάνω σ ένα μαξιλάρι, στον καναπέ. Ήταν αυτός. Ο ίδιος. Ναι αυτός. Ο βιαστής. Όποιος τον πετσόκοψε μάλλον τον ήξερε καλά. Όχι όσο αυτή, αλλά καλά. Ο αστυνομικός που ήταν μαζί της τη ρώτησε αν θα ήθελε λίγο νερό. Κρατήθηκε και δε ζήτησε βότκα. Κοίταξε καλά καλά γύρω. Ο κορμός, μόνος, χωρίς άκρα, κειτόταν πάνω στο τραπέζι. Της ήρθε να ξεράσει. Ρώτησε αν μπορούσε να φύγει και σχεδόν έτρεξε έξω.

Όταν τον παντρεύτηκε τον μισούσε ήδη. Άλλωστε την είχε βιάσει. Για κάποιο λόγω συγκινήθηκε όταν έμαθε ότι ήταν έγκυος. Και την παντρεύτηκε-την ανάγκασε. Το παιδί το αγάπαγε. Αυτή. Το αγάπαγε. Αλλά έπρεπε να ξέρει καλύτερα. Όχι ότι είχε σημασία πια. Στην τελική. Η μικρή γλίτωσε. Από τον κόσμο. Και να μην ήταν ο πατέρας της. θα ήταν κάποιος άλλος. Μπήκε ξανά στο σπίτι. Άνοιξε τον υπολογιστή. Είχε να δουλέψει. Πήρε ένα γεμάτο μπουκάλι. Ρούφηξε τρεις γραμμές.. Στην οθόνη εμφανίστηκε ένας γυμνός άντρας. Χαϊδευόταν. Της ζήτησε να του μιλήσει. Αναστέναξε βαθιά και ξεκίνησε. Κάθε βράδι το ίδιο. Τους διάλεγε τους πελάτες. Πάντα. Να του μοιάζουν. Ήταν πιο εύκολο έτσι. Ο άντρας έχυνε. Σιχαινόταν τους σπασμούς στα πρόσωπα τους. η φωτιά άρχισε να τον τυλίγει. Το αγαπημένο της σημείο. Την πλήρωναν καλά γι’ αυτό. αλλά πια, το διασκέδαζε. Σήμερα, όμως, σήμερα, ήταν ακόμα καλύτερα. Φωτιά. Ο άντρας ούρλιαζε από τους πόνους και την ηδονη. Ποτέ δεν κατάλαβε. Ποτέ. Να τελειώνεις πεθαίνοντας από φρικτούς πόνους, με τις φλόγες να σε καταβροχθίζουν; Γιατί; Σήμερα, όμως, οι εκφράσεις πόνου, της προκαλούσαν άγρια χαρά. Τον σκότωνε ξανά. Κι εκείνη. Πάλι. Ο πελάτης λιποθύμησε. Έκλεισε τον υπολογιστή. Η δουλειά της είχε τελειώσει. Tου είχε χαρίσει ευχαρίστηση. Πάλι. Και τον είχε σκοτώσει. Πάλι. Μπορούσε να πάει για χορό. Ίσως να συναντούσε και την Αγγέλικα. Είχε μέρες να τη δει…



(Διαβάστε εδώ την αρχή της ιστορίας απο την elgalla)

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Είσαι καλή όμως!!!Πολυ το'χεις!!!Respect:-)

Nathalie είπε...

Aksia synexeia tou post ths elgalla..

deadendmind είπε...

(((((((((Χιονάτη))))))))))

Ωραία η συνέχεια, καλά το πάτε! :-)

Υ.Γ. Κληροντόμπησα το κρύωμπά σου, ελμπίζω να είσαι καλύτερα τώρα... Φιλιά μπολλά!