Σάββατο 1 Σεπτεμβρίου 2007
And all the children are insane
( Η ιστορία μέχρι τώρα:
1.Lust, bloody lust
2.Every night I burn
3.I rush into the secret house )
Ξεκλείδωσε το λουκέτο. Έπρεπε να το λαδώσει κιόλας, έτριζε πολύ. Μπήκε και ξανακλείδωσε. Το σπίτι ήταν ήσυχο. Τα παιδιά θα ήταν πάλι στην αυλή. Ευτυχώς. Δεν είχε όρεξη. Ανέβηκε κατευθείαν στην κρεβατοκάμαρα του. Την κλείδωσε κι αυτή καλά. Τα παιδιά δεν έπρεπε να μπαίνουν εκεί. Πλησίασε το παράθυρο. Τα είδε στην αυλή. Καμιά δεκαριά κοριτσάκια και πέντε έξι αγοράκια, το πολύ μέχρι δέκα χρονών. Φαίνονταν να παίζουν ήσυχα. Τίποτα ανησυχητικό. Έπεσε στο κρεβάτι και αποκοιμήθηκε αμέσως.
Όλα αυτά τα παιδάκια δεν ήταν δικά του. Για την ακρίβεια, δεν ήταν ο βιολογικός τους πατέρας. Δε μπορούσε όμως να τα αφήσει στους βιολογικούς τους γονείς. Θα τα κατέστρεφαν, θα τα χάλαγαν. Πρεζάκια, πόρνες, κλέφτες. Δεν έκαναν για γονείς. Σαν αστυνομικός ερχόταν σε επαφή με πολλούς τέτοιους. Όταν τους έπαιρνε τα παιδιά, κανείς δεν έμοιαζε να στενοχωριέται. Άλλωστε, πια, ήξερε τι έκανε. Αυτά τα παιδιά στην αυλή ήταν η «δεύτερη γενιά». Η Αγγέλικα ανήκε στην πρώτη.
Τα παιδιά στην αυλή ήταν καθισμένα σ ένα μικρό κύκλο. Τα είχε κλειδωμένα πάντα μέσα σ’ αυτό το σπίτι. Δε μπορούσε να ρισκάρει να τα αναγνωρίσει κάποιος. Κι έτσι τα κράταγε εκεί. «Η αυλή είναι μεγάλη», τους έλεγε, «δε χρειάζεται να βγαίνετε στο δρόμο». Τα λουκέτα, ο φράχτης ήταν όλα εκεί για να τα προστατεύσουν. Η μικρή ομάδα σηκώθηκε ήσυχα και μπήκε στο σπίτι. Κινούνταν σαν να αιωρούνταν. Σαν φαντάσματα. Ένα τους ανέβηκε στον πάνω όροφο. Ο «Πατέρας» κοιμόταν. Σαν αερικά σκαρφάλωσαν το φράχτη. Τι ήταν ένας φράχτης για δεκάχρονα παιδάκια; Στο δρόμο, η ηρεμία από τα πρόσωπα τους χάθηκε. Χώθηκαν σ’ ένα στενάκι. Μια γιαγιά περπάταγε φορτωμένη με τα ψώνια της. Την πλησίασαν αργά. Τους χαμογέλασε. Τα δυο πιο μεγαλόσωμα της άρπαξαν τις τσάντες από τα χέρια. Τρία κοριτσάκια την τράβηξαν στο χώμα. Λίγο λίγο όλα πήγαν κοντά. Της έσκισαν τα ρούχα, τη χτυπούσαν, άδειασαν το περιεχόμενο από τις σακούλες πάνω της. όλα αυτά ήσυχα, χωρίς να βγάλουν έναν ήχο. Όταν βαρέθηκαν, άφησαν τη γιαγιά αιμόφυρτη και ξεκίνησαν να γυρνάνε. Ο Πατέρας θα ξύπναγε σε λίγο και θα έστρωνε το τραπέζι.
Η Αγγέλικα ξύπνησε στο κρεβάτι της Μυρτώς. Εκείνη έδειχνε να κοιμάται ακόμα πολύ βαριά. Τη σκούντησε αλλά δεν αντέδρασε. Σηκώθηκε. Στην κουζίνα άρχισε να ψάχνει τα ντουλάπια για καφέ. Ήπιε μια κούπα μαζί με δυο παυσίπονα. Κάτω από ένα μαξιλάρι του καναπέ βρήκε μια τσαλακωμένη φωτογραφία. Ένα κοριτσάκι στην παραλία.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
5 σχόλια:
You good, you good:-)
Να δω πώς θα συνεχίσω τώρα!
Πι-Ες: πολύ ινσέιν τα παιδάκια!!
Πωπω μου έχετε δημιουργήσει σοβαρό πρόβλημα..Κάθε φορά νομίζω ότι η μία είναι καλύτερη από την άλλη! Ωραίοι οι Doors στο τέλος..
Ναι ναι,είμαστε δυο μικρές θεές! :-)
Φυσικά και είμαστε, ποιος είχε αμφιβολία άλλωστε!:-Ρ (τρομάαααρα μας!)
Και θέλετε να με πείσετε ότι δε φταίει το "νομίζω ότι σπουδάζω ψυχολογία" για όλο αυτό, έτσι;
Και θέλετε να σας πιστέψω κιόλας;
Ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι η... σπίθα προϋπήρχε, η σχολή σας προμηθεύει καυσόξυλα, έτσι; (επικίνδυνη παρομοίωση μέρες που είναι βέβαια...)
Αααααχ! Στην πρακτική να δούμε τι θα γίνει! lol
Υ.Γ. Κορυφαία η έμπνευση με τα παιδάκια!
Δημοσίευση σχολίου