Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2007
The baby jesus butt plug
Νομίζατε οτι τα είχατε δει όλα?Κακώς!Ο Χριστιανισμός τώρα επεκτείνεται και στη βιομηχανία του σεξ.
http://www.divine-interventions.com/baby.php
Ψάχνετε μια πρωτότυπη λύση για χριστουγεννιάτικο δώρο στον/ην καλο/η σας; Τότε παρακαλώ πολύ μην του πάρετε αυτό. Δοκιμάστε το καλύτερα στη θεούσα καθηγήτρια θρησκευτικών που ποτέ δε σας χώνεψε!
Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2007
Living is a problem because everything dies...
(Η ιστορία ως τώρα:
1.Lust, bloody lust
2.Every night I burn
3.I rush into the secret house
4.And all the children are insane
5. I will follow you into the dark
6.Love and marriage
7.Daddy's little girl
8.I found no people for killing time, so I found time for killing people
9.Lonely people burn like candles
10.Dreaming of screaming
11.Tears For Fears)
Σκατά. Πάλι από την αρχή, δεν υπήρχε περίπτωση να σκοτώσει τη Μυρτώ. Αυτό πάλευε όλη της τη ζωή. Να μην έχει κανέναν να τη γαμάει. Και ο Α. μόλις το είχε κάνει. Για κείνη ήταν πάντα σαφές. Τον Α. τον χρησιμοποιούσε. Πρώτα για να επιβιώσει κι ύστερα για να μπορέσει να εκδικηθεί. Μάλλον είχε φτάσει η ώρα να τελειώσει η συνεργασία τους. μόνο που η τελευταία του εντολή παρα-ήταν ύποπτη για να την αφήσει να περάσει έτσι. Έπρεπε να τον βρει.
Ένα κοριτσάκι της τράβηξε το μανίκι. Τα παιδιά αυτά δε μιλούσαν σχεδόν ποτέ. Ήξερε γιατί. η τακτική του Πατέρα για να μην ακούγονται τα κλάματα των μωρών από τους γείτονες ήταν να τα κλειδώνει στο ηχομονωμένο δωμάτιο ολομόναχα. Ένα δωμάτιο που θύμιζε πολύ τα λευκά κελιά των ψυχιατρείων. Θυμάται τα δικά της αδέρφια μετά από μετρικούς μήνες να κλαίνε σιωπηλά. Αργότερα, δεν άκουγαν σχεδόν ποτέ κανέναν να μιλάει. Έτσι πέρναγε πολύς καιρός μέχρι να αποκτήσουν δικό τους λόγο. Η αίσθηση της φυλακής ήταν για χρόνια απόλυτα ταυτόσημη με την ύπαρξη της.
Την ενοχλούσε που δε μπορούσε να τα σώσει. Ήταν πολύ αργά πια. Αν μεγάλωναν μάλλον δε θα επιβίωναν καν όλα. Από τα δικά της αδέρφια ζωντανά ήταν πια 6. Δυο κοπέλες που χάνονταν σε ένα υπόγειο και τέσσερα αγόρια. Κάποιοι είχαν πετύχει κατά κάποιο τρόπο. Ένας αδερφός είχε παντρευτεί κιόλας. Ο Πατέρας όμως είχε αποτύχει. Είχε κάνει τα παιδιά του αυτό που δεν ήθελε να τους κάνουν οι γονείς τους, απ’ τους οποίους τελικά δε διέφεραν πολύ. Δολοφόνοι, πρεζάκια και πόρνες.
Πως θα εύρισκε τον Α.; θυμήθηκε ένα παλιό της…φίλο που της είχε πει ότι μπορούσε να της βρει τα πάντα για όποιον είχε ακουμπήσει τα χέρια του σε πληκτρολόγιο υπολογιστή. Ίσως… Γέμισε τα πιάτα των παιδιών. Προσεκτικά. Τα έβαλε να κάτσουν στο τραπέζι και τα σέρβιρε. Έκατσε στην κορυφή. Ήταν πολύ μικρά. Σε τόσο μικρούς οργανισμούς τα δηλητήρια ταξιδεύουν αμέσως. Τα κοίταξε. Σκατά. Πόσο άδικος χαμός!
Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2007
Edinburgh
(Η φωτό ειναι από ένα μονοπάτι που κατεβαίνει απο το λόφο απο τον οποίο βλέπεις όλη την πόλη)
Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2007
Μφφφφφφ!
Νυστάζωωωω!Δε μπορώ! Έχουν σπάσει τα νεύρα μου. Που λέει και το φίλτατο mouton "je ne veux pas travailler,je ne veux pas déjeuner ,je veux seulement oublier..."! Ναι, θα γκρινιάξω πάλι για τη δουλειά μου. Ναι,είμαι μια σκέτη γκρίνια! Και ναι ρε, είμαι και ευέξαπτη! Αλλά τέσσερις μήνες τώρα δεν έχω βρίσει κανέναν απο όλους αυτούς τους καμμένους που παίρνουν να ρωτήσουν γιατί δε βρίσκουν πια το βιολογικό τους γάλα στο σουπερμάρκετ! Α, α, δε σηκώνω κουβέντα, είμαι μια κυρία! Μια κυρία που θέλει να κοιμηθεί, αλλά κυρία,εντούτοις. Επίσης έχω αρχίσει να αγχώνομαι και για την πτυχιακή(μέχρι τώρα αγχωνόμουν μόνο για την πρακτική,το TOEFL και το μεταπτυχιακό). Γιατί καθηγητή βρήκα. Θέμα πότε θα βρω, παιδιά; Ε, ε; Και δεν περνάανε και οι ρημάδες οι μέρες να παω να τον δω επιτέλους! Όχι τον καθηγητή! Τον ξενιτεμένο μου! Επίσης έχω να δηλώσω ότι αν συνεχίσω να τρώω σα γουρούνα δε θα χωράω πια στα ρούχα μου, κι αυτό δεν είναι ποτέ καλο! Αυτά είχα να καταγγείλω για σήμερα! Πάω να κοιμηθώ!
Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2007
Η οθόνη τρεμόπαιξε πάλι. Η αίθουσα ήταν άδεια. Νύσταζε.
Το φως της οθόνης τον τρέλαινε. Έκλεισε τα μάτια του και ακούμπησε στο γραφείο. Αποκοιμήθηκε αμέσως. Στο όνειρο του ένα υπολογιστής έλαμπε και αναβόσβηνε. Στο βάθος ακουγόταν ένας επαναλαμβανόμενος ήχος, σαν κέρματα που πέφτουν από ψηλά σε μεταλλικό δοχείο. Τον ενοχλούσε. Και το έντονο φως του πονούσε τα μάτια. Δοκίμασε να σηκωθεί. Ένα ζευγάρι αλυσίδες τον τράβηξε κάτω. Οι καρποί του ήταν γδαρμένοι από την τριβή. Δε θυμόταν τι έκανε εκεί. Ξαφνικά άκουσε μια γυναικεία φωνή να τραγουδά. Γύρισε προς το μέρος της. Η λάμψη από τον υπολογιστή δυνάμωσε. Η Μαρίνα συνέχισε να τραγουδά χαμογελώντας του. Στην οθόνη άρχισαν να προβάλλονται παλιές τους φωτογραφίες. Αγκαλιά στην παραλία, πασαλειμμένοι με σοκολάτες, κάτω από τον πύργο του Eiffel. Ύστερα άλλες εικόνες. Τα κορμιά τους στο κρεβάτι, να τρώνε στην κουζίνα, η Μαρίνα να κλαίει με λυγμούς, εκείνος με8υσμένος,πεσμένος στο πάτωμα. Τελευταία εικόνα ένα αεροπλάνο. Η Μαρίνα είχε φτάσει στην αγκαλιά του. Οι αλυσίδες δεν τον άφηναν να την αγκαλιάσει κι η λάμψη του υπολογιστή θόλωνε τα μάτια του. Το αίμα στα χέρια του δεν το είδε. Το ένιωσε μόνο και το γεύτηκε. Τότε μόνο άκουσε τι τραγούδαγε τόση ώρα η Μαρίνα. «Η αγάπη θα ‘ρθει/θα ‘ρθει…»
Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2007
Γιατί;
Κάθε πρωί γίνεται όλο και πιο δύσκολο να σηκωθώ. «Μη με ξυπνάς απ’ τις 6, πριν ακόμα η μέρα να φέξει» και άλλα χαρωπά παιδικά τραγουδάκια. Γιατί όντως ρε παιδί μου, δεν έχει φέξει έξω. Είναι νύχτα. Έχει αστεράκια. Εντωμεταξύ, δε φτάνει που ξυπνάς. Γιατί εντάξει πες. Ξύπνησες. Μετά πρέπει να ντυθείς. Και θες να κάνεις και συνδυασμούς, τρομάρα σου! Γιατί έχεις βάλει στο μάτι Βαγγέλη δίπλα. Ο οποίος σιγά μην είναι σε θέση στις 7 το πρωί να ενθουσιαστεί με την καλαισθησία σου. (Καλέ, ας με σταματήσει κάποιος. Εδώ και 4 γραμμές γράφω για τον εαυτό μου στο τρίτο πρόσωπο!)
Τελοσπάντων, δεν είναι εκεί το θέμα μου. Ούτε ο Βαγγέλης είναι. Ακόμα. Σήμερα το πρωί όμως, χτύπησε την πόρτα μου ένα κοριτσάκι. Νομίζω. Γιατί δεν είχα πιει και καφέ και έτσι δε μπορώ να αποκλείσω τις παραισθήσεις. Τελοσπάντων το κοριτσάκι ήθελε να με ρωτήσει. Με κοίταξε και είπε «γιατί;». ήθελα να της απαντήσω «επειδή». Αλλά ήταν παιδάκι. Και τη λυπήθηκα. Έτσι τη ρώτησα «γιατί τι;». Και τότε έβαλε τα κλάματα. Φρίκαρα. Τη ρώτησα γιατί κλαίει και απάντησε πάλι «γιατί;». Κι άρχισα να σκέφτομαι.
Γιατί δεν έχω ποτέ φράγκο; Γιατί όλα είναι σκατά; Γιατί πέθανε η μαμά της κολλητής μου; γιατί αυτός ο τύπος έκλαιγε χτες στη μέση του δρόμου; Γιατί λιώνουν οι πάγοι; Γιατί υπάρχουν τόσα σκελετωμένα παιδιά; Γιατί είμαι τόσο μόνη; Γιατί γαμώτο; Κι έβαλα κι εγώ τα κλάματα.
Τελικά το κοριτσάκι το πήρε η μαμά του. Αυτό που τελικά ρωτούσε ήταν γιατί χάλασε η κούκλα του. Εγώ άργησα στη δουλειά. Και είχα και κόκκινα μάτια. Δεν ξέρω. Μήπως δεν είμαι καλά; Είχα καιρό να κλάψω. Καλά ήταν. Νομίζω. Ναι, ήταν…
Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2007
Dreaming of screaming
(Η ιστορία ως τώρα:
1.Lust, bloody lust
2.Every night I burn
3.I rush into the secret house
4.And all the children are insane
5. I will follow you into the dark
6.Love and marriage
7.Daddy's little girl
8.I found no people for killing time, so I found time for killing people
9.Lonely people burn like candles )
Η Μυρτώ δεν άντεχε άλλο να ξυπνάει κάθε πρωί και να τον βρίσκει να διαβάζει. Τόσο καιρό στο σπίτι δεν υπήρχε τίποτα, τίποτα τόσο φυσιολογικό. Σκοτάδι. Αλκοόλ. Άσπρες γραμμούλες στο τραπέζι. Φλόγες. Η Αγγέλικα σταμάτησε να κοιμάται εκεί. Είχε τα παιδιά λέει. Παιδιά. Μια ζωή μπελάδες. Κι αυτήν ένα παιδί την κατέστρεψε. Ένα νεκρό παιδί. Είχε καιρό να τη δει στον ύπνο της. Από την τελευταία φορά που είχε φροντίσει κάποιον. Όχι πως τώρα φρόντιζε πραγματικά τον αδερφό της. Του είχε μαγειρέψει όμως. Και του είχε φέρει το αγαπημένο του γλυκό. Το όνειρο ήταν πάντα ίδιο. Ένα κοριτσάκι με την πλάτη στραμμένη προς το μέρος της, καθισμένο οκλαδόν. Από τα μαλλιά καταλαβαίνει πως είναι η κόρη της. Για κάποιο λόγο φοράει φραμπαλάδες. Γιατί το κοριτσάκι της φοράει δαντέλες; Τη φωνάζει. Δεν ακούει τη φωνή της, νιώθει όμως το στόμα της ν' ανοιγοκλείνει. Το παιδί γυρνάει. Το φόρεμα σκισμένο στο στήθος. Το πρόσωπο ολόλευκο. Κόκκινα ρυάκια από τα ρουθούνια μέχρι τον αφαλό. Και στα μάτια, αντί για κόρες, δυο λάμψεις. Πάντα ξυπνάει εκεί. Μόλις δει τις λάμψεις. Δεν ξανακοιμάται. Εκείνο το πρωί βρήκε τον Αντώνη να διαβάζει ανατομία. Κοπάνησε την πόρτα πίσω της κι έφυγε. Δεν είχε που να πάει. Κι ύστερα ξεκίνησε για την Αγγελικά. Αν ήταν να ονειρεύεται νεκρά, φρικιαστικά παιδάκια, ας γνώριζε τουλάχιστον και μερικά ζωντανά.
Μόλις η πόρτα έκλεισε πίσω από την αδερφή του ο Αντώνης πήρε το κινητό του και τον κάλεσε.
-Ναι, έφυγε. Δεν ξέρω. Αλλά το βράδυ παραμίλαγε. Φώναζε το όνομα της κόρης της. Ναι, θα στείλω το mail με τα επόμενα θύματα στην Αγγέλικα. Φοβάται...
Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2007
Sing for absolution!!!!!!!!!!!!!!!!!!!(Muse, 4/10/2007)
Μέρος πρώτο(Η΄πως να φτάσετε στη Μαλακάσα μέσω Καλαμάτας!):
Για να φτάσουμε μέχρι τον συναυλικό χώρο(ο οποίος βρίσκεται στου διαόλου το κέρατο είναι η αλήθεια) προσφέρθηκε να κάνει τον ταξιτζή η φίλη dem. Όλες χαρήκαμε πάαααααρα πολυ(που να τρέχεις τωρα, να παίρνεις λεωφορεία και τρένα?) και έτσι καταλήξαμε στο αμάξι η αφεντιά μου, η elgalla, η Justelene και η Buffy. Κάποτε ξεκινήσαμε, τελοσπάντων(αφού περιμένα λιγουλάκι τη Justelene) . Αλλά, πως να εκτιμήσεις τη συναυλία, άμα δε φτάσεις πρώτα Μαρκοπουλο μεσω Αττικής οδού, γυρίσεις προς Ελευσίνα, βγεις απο την έξοδο 8 στην Εθνική, ακολουθήσεις τις οδηγίες του γαμωsite του Terra Vibe και βγεις στην πρωτη εξοδο μετα τα διόδια των Αφιδνών, πάρεις έναν παράδρομο, πανικοβληθείς, ξαναπληρώσεις διόδια για να ξαναμπείς στην Εθνικη και τελικα φτάσεις το χώρο της συναυλίας στις 20.10; Εντάξει, οφείλω να παραδεχτώ οτι τις απείλησα με βίαιη δολοφονία αν έχανα τη συναυλία. Είμαι λιγο, να, τόσο δα, τσαντίλω(είπες κάτι elgalla?)! Πάντως φτάσαμε!
Μέρος δεύτερο( You 've got to be the best...):
Η συναυλία ήταν υπέροχη. Πραγματικά. Το ξέρω, δεν είμαι πολυ αντικειμενική, αλλά τουλάχιστον μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι μου άρεσε πάρα πολύ και πέρασα πολύ καλά. Πέρα απο την καταπληκτική εμφάνιση των Muse, που δε με απογοήτευσαν καθόλου μουσικά και του κυρίου Matthew Bellamy, ο οποίος ήταν ένα φαινόμενο(Ε, αφού ήταν!Μίλησε κανείς?), η συναυλία ήταν απίστευτα θεαματική, φοβερά δουλεμένη και διασκεδαστική. Με πολυ καλό ήχο, οπτικά εφέ, βιντέκια που έπαιζαν παράλληλα με τα τραγούδια... Βέβαια δεν πρέπει να παραλείψω την απόλυτη αηδία της elgalla για το Plug in Baby("Μα, αφού μου τρυπάει τα αυτιά! Είναι ενοχλητικοοοο!") και την έντονη διαφωνία μας για το αν έπρεπε να παίξουν το Muscle museum ή το Showbiz(τελικά δεν έπαιξαν κανένα και ησυχάσαμε!).
Αυτά. Για το τέλος, το αγαπημένο μου τραγούδι!(Το οποίο έχω ανεβάσει παντού, τώρα που το σκέφτομαι!)
Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2007
3 ώρες και 36 λεπτά
Η σχέση του με τα ακουστικά που αναγκαστικά φορούσε κάθε μέρα ήταν κάπως...χμ…ιδιαίτερη. Για την ακρίβεια…τα μισούσε. Όλα. Κι αυτά του το ανταπέδιδαν. Ένα πρωί λοιπόν, έκατσε στο γραφείο του και φόρεσε τα μισητά ακουστικά.
-Αου! είπε .
Η βάρδια δεν είχε αρχίσει καθόλου καλά. Το αυτί του πονούσε ήδη. Και είχε μπροστά του 3 ώρες και 34 λεπτά ακόμα. Μέσα στη μαγεία του να είσαι τηλεφωνητής(όχι αυτόματος, δυστυχώς) συμπεριλαμβανόταν το να ακούς κάθε μαλακία που ο άλλος αποφασίζει να μοιραστεί μαζί σου, να ανέχεσαι όοολες τις παραξενιές των προϊσταμένων σου, οι οποίοι αποφασίζουν πάντα να σου μιλήσουν όταν έχεις γραμμή και πάνω απ’ όλα, να νιώθεις σαν τον ξενιστή μιας ύπουλης δύναμης που λέγεται ακουστικό.
Καθώς μέσα του διαδραματιζόταν ένας έντονος διάλογος με το σύμπαν (συγκεκριμένα ο ήρωάς μας του κατέβαζε καντήλια), άκουσε μια φωνούλα. Βασικά...Άλλη μια φωνούλα. Γιατί εκείνη την ώρα άκουγε επίσης την γλυκιά φωνή μιας συγχυσμένης μάνας, την τσιρίδα του μπέμπη της και μια ανακοίνωση από τη διοίκηση.
-Είσαι πολύ γκρινιάρης, το ξέρεις; Δεν είναι τόσο φοβερό. Αν έμπαινες στον κόπο να με γνωρίσεις θα έβλεπες ότι είμαι συμπαθητικό.
Ώπα! Κάτι του έλεγε ότι δεν είναι καλό να ακούσει φωνές από το πουθενά. Όλοι ξέρουμε άλλωστε τι συνέβη στη Jean d’Arc. Και τελοσπάντων, ποιος μιλούσε;
-Έλα τώρα που δεν καταλαβαίνεις. Το ακουστικό σου είμαι. Ή μήπως δεν είχε καταλάβει ότι έχω κι εγώ ζωή; Γιατί νόμισες ότι προσπαθώ συνέχεια να έρθουμε πιο κοντά;
Η άμεση αντίδραση του ήταν να προσπαθήσει να το βγάλει από το αυτί του. Όοοοχι! Δεν ξεκόλλαγε! Αυτό που κάλπαζε απέναντι ήταν κρίση πανικού ή κι αυτό το φανταζόταν;
-Μην αγχώνεσαι. Όταν έρθει η ώρα να σχολάσεις θα σε αφήσω. Απλώς θέλω να γνωριστούμε καλύτερα. Τόσο καιρό ακούω τις σκέψεις σου. Θέλω επιτέλους να πούμε και καμιά κουβέντα.
«Ακούω τις σκέψεις σου»; Άραγε πόσο στοιχίζει ένας καλός ψυχίατρος;
-Ω, καλά. Δε θες να μιλήσεις εσύ; Οκ. Θα μιλάω εγώ. Είμαι η ψυχή των ακουστικών σου. Ναι ναι, έχω ψυχή. Και είναι πολύ μόνη ξέρεις. Αυτό γίνεται όταν όλοι σε θεωρούν ένα απλό αντικείμενο.
Σύμπαν, γιατί σ’ εμένα;
-Μα γιατί είσαι ο πιο συμπαθητικός. Ήξερα ότι θα με καταλάβεις. Μισώ τη δουλειά μου όσο εσύ τη δική σου. Μοιάζουμε.
Σύμπαν, άντε γαμήσου.
Α, και σύμπαν, σε μισώ.
Ντριιιιιιιιιιν. Ξυπνητήρι. Όνειρο. Μαμά μου. Πόσο είπαμε στοιχίζει εκείνος ο ψυχίατρος;
Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2007
Καταραμένα αεροδρόμια
Και για να ξέρετε. Αναζητώ σπόνσορα. Ένα χρηματοδότη. Έναν άνθρωπο να πληρώνει τα αεροπορικα εισητήρια τελοσπαντων! :-) Ααααααχ! Αυτά...
Καλό ταξίδι.................................................................
Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2007
...
Θα μου λείψεις…
I found no people for killing time, so I found time for killing people
1.Lust, bloody lust
2.Every night I burn
3.I rush into the secret house
4.And all the children are insane
5. I will follow you into the dark
6.Love and marriage
7.Daddy's little girl)
Η Μυρτώ σήκωσε το τηλέφωνο. Το είχε ακούσει κι άλλες φορές μέσα στον ύπνο της, αλλά ήταν αδύνατον να συρθεί ως εκεί για να απαντήσει. Της πήρε κάμποση ώρα να αναγνωρίσει τη φωνή του. Πόσο καιρό είχε να τον ακούσει? Ο αδερφός της. όταν την έκανε από το σπίτι, εκείνος πήγαινε ακόμα σχολείο. Και φυσικά η μάνα της δεν ήθελε με τίποτα να την αφήνει να του μιλάει. Όχι ότι την ένοιαζε και πολύ, στην πραγματικότητα. Ήθελε να έρθει. Να μείνει μαζί της για λίγο. Τον είχε παρατήσει η κοπέλα του και τον είχαν διώξει από το σπίτι και έπρεπε κάπου να μείνει. Υπήρχαν άνθρωποι που είχαν σχέσεις. Ακόμα. Και δεν τον ήθελε εκεί. Δεν ήθελε να τη δει έτσι. και ήταν και η δουλειά. Αλλά… για κάποιο λόγο δε μπορούσε να του πει όχι. Ίσως ήταν πολύ νωρίς γι’ αυτή. Ίσως απλά έφταιγε το γεγονός ότι δεν κυλούσε τίποτα στις φλέβες τις, τίποτα που να την κάνει δυνατή. Του έδωσε τη διεύθυνση και του είπε να έρθει την επόμενη. Γαμώτο.
Η Αγγέλικα κοίταξε το αίμα που είχε χυθεί στο πάτωμα. Κάτι την τρέλαινε. Μετά από τόσα πτώματα. Σα να τη σόκαρε ξανά το αίμα. Ένα τσούρμο παιδάκια ξεπρόβαλε στη σκάλα. Όχι, όχι, σκέφτηκε, μην τον δείτε. Κι ας ήξερε ότι μάλλον τον είχαν ακούσει να ξεψυχάει. Δεν έμοιαζαν ακριβώς τρομαγμένα, όμως. Μήπως εκείνη και τα… «αδέρφια» της ήταν, όμως; Τα παιδιά συνέχισαν να πλησίαζαν. Τα πόδια τους πατούσαν μέσα στο αίμα του. Ένα κοριτσάκι την κοίταξε καλά καλά και τη ρώτησε:
-Έτσι θα τον αφήσεις?
Η ερώτηση την έκανε να σκεφτεί ότι αυτόν δεν έπρεπε καν να τον βρει η αστυνομία. Μαζί με τα παιδία, έσκαψε ένα λάκκο στην αυλή. Τον πέταξε μέσα και κατέρρευσε. Τα χέρια της έτρεμαν. Δε μπορούσε να κλείσει τον αυτοσχέδιο τάφο. Τα πόδια της δε τη σήκωναν. Τα καινούρια της αδέρφια, σχεδόν σαν σε παιχνίδι, έσπρωξαν λιγο λίγο όλο το χώμα πάνω στο ματωμένο κορμί του πατέρα τους. Ένα αγοράκι κρατούσε μια καταματωμένη κούκλα. Την πέταξε πάνω στο βουναλάκι απο χώμα. Tι θα τα έκανε αυτά τα παιδιά; Γαμώτο, μπαμπά, πάλι σκατά τα έκανες!
Αργά το βράδυ, με πολύ αλκοόλ και κόκα να ρέει στις φλέβες της , άκουσε τη Μυρτώ να της λέει πως την επομένη θα ερχόταν ο αδερφός της και σκασμένη στα γέλια της απάντησε πως εκείνη είχε 15 αδερφάκια. Το γέλιο της γέμισε το δωμάτιο, τρελό, άρρωστο. Στο e-mail της περίμενε η νέα της «αποστολή» από τον Α.
Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2007
Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2007
Love and marriage
( Η ιστορία μέχρι τώρα:
1.Lust, bloody lust
2.Every night I burn
3.I rush into the secret house
4.And all the children are insane
5. I will follow you into the dark)
Η Αγγέλικα έκλεισε ήρεμα πίσω της την πόρτα του σπιτιού της Μυρτώς, αφήνοντας την να τραβάει άσπρες γραμμές στο τραπεζάκι. Έπρεπε να πάει στο σπίτι. Θα γύριζε εκείνος σήμερα. Τον είχε παντρευτεί πριν έξι χρόνια. Δεν ήταν λύση απελπισίας, όχι. Το είχε σκεφτεί καλά. Ίσως η σωστότερη ονομασία να ήταν «αγοραπωλησία». Αλλά αν ήταν κάποιος να γαμάει τη ζωή της, τότε ας το έκανε αυτή. Στην τελική η πρόταση ήταν πολύ συμφέρουσα. Αυτή ψωμολύσσαγε κι εκείνος είχε απαραιτήτως και άμεσα ανάγκη μια γυναίκα να παρουσιάζει σα γυναίκα του. Είχε κι αυτός τη δική του προσωπική πονεμένη ιστορία. η οποία δε την άγγιζε καθόλου. Ένας άντρας κοντά στα 50 που δε μπορεί να πείσει τους δικούς του για τη γυναίκα που αγαπά, είναι μαλάκας. Αλλά ο συγκεκριμένος μαλάκας θα της εξασφάλιζε μια άνετη ζωή. Την οποία χρειαζόταν πολύ. Ήταν πολύ δύσκολο να έχει να νοιάζεται και για το αν θα έχει να φάει αύριο. Παντρευτήκαν, έμεναν μαζί από τότε, αλλά δεν είχαν κοιμηθεί μαζί ποτέ. Όχι πως δεν είχε προσπαθήσει αυτός. Φυσικά είχε. Και τότε ακριβώς ήταν που είχε αποφασίσει ότι η κοροϊδία αυτή θα τέλειωνε.
Περίπου τότε άρχισε τα πάρε δώσε με τον Α. Σε λίγο θα είχε αρκετά χρήματα για να μπορεί να σπάσει τη συμφωνία με τον άντρα της. Και όχι μόνο αυτά. Γύρισε σπίτι κανα δίωρο πριν έρθει αυτός. Συμμάζεψε λίγο. Του άνοιξε την πόρτα και κατάφερε μέχρι και να του χαμογελάσει. Παράγγειλε και έκατσε να φάει μαζί του. Τότε χτύπησε το τηλέφωνο. Ακούστηκε να λέει μόνο «Εμπρός». Ύστερα πήρε ένα μπλοκ και σημείωσε κάτι. Όταν έκλεισε τα μάτια της έλαμπαν ξανά.
Πάρκαρε το αυτοκίνητο απέναντι από τη σιδερένια πόρτα. Δε χρειάστηκε καν να περιμένει πολύ. Σε λίγο ήρθε κι εκείνος. Δεν είχε αλλάξει πολύ. Είχε 7 χρόνια να τον δει. Ο Πατέρας. Γέλασε σιγανά. Ο πατέρας της. Τον είδε να ξεκλειδώνει ένα μεγάλο λουκέτο. Και ήταν σχεδόν σίγουρη ότι άκουσε παιδικές φωνές μέσα. Δε μπορεί να το έκανε πάλι. Δε μπορεί να ήταν τόσο χαζός. Στάθηκε εκεί αναποφάσιστη.
Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2007
11888:Η αρχή της παράνοιας
Γαμώτο! Παλιόκρυο! Τελικά έχουμε κλιματισμό στον όροφο. Και πολλή δουλειά έχουμε στον όροφο! Ούτε τρεις λέξεις δεν προλαβαίνω να γράψω ανάμεσα στα τηλεφωνήματα. Ουφ πια! Βαριέμαι. Όχι άλλη κυριούλα που θέλει το τηλέφωνο κάποιο ΙΚΑ. Όχι ότι φταίει η κυριούλα, αλλά λέμε.
Sorry κιόλας, παίρνεις τηλέφωνο στις υπηρεσίες καταλόγου και ζητάς το"συνεργείο του Τάσσου-ναι,δε θυμάμαι το επιθετο του-, στον Ασπρόπυργο" και περιμένεις πραγματικά να βρεις κάτι? Όχι, αλήθεια δηλαδή! Μήπως θα έπρεπε να το ξέρω και απ' έξω; Μαζί με τα πολιτικά γραφεία, ίσως? Α, και το Μέγαρο Μαξίμου. Που δεν υπάρχει στον κατάλογο. Και σαφώς φταίω εγω γι' αυτό. Πως θα μιλήσει ο λαός με τον Καραμανλή? ΣΙΧΤΙΡ!
Και θα δουλέυω και στις 16. Υποχρεωτικά! ΣΤΑ ΔΙΑΛΑ!
(Καιρό είχα να γκρινιάξω, όμως! :-) )
Σάββατο 1 Σεπτεμβρίου 2007
And all the children are insane
( Η ιστορία μέχρι τώρα:
1.Lust, bloody lust
2.Every night I burn
3.I rush into the secret house )
Ξεκλείδωσε το λουκέτο. Έπρεπε να το λαδώσει κιόλας, έτριζε πολύ. Μπήκε και ξανακλείδωσε. Το σπίτι ήταν ήσυχο. Τα παιδιά θα ήταν πάλι στην αυλή. Ευτυχώς. Δεν είχε όρεξη. Ανέβηκε κατευθείαν στην κρεβατοκάμαρα του. Την κλείδωσε κι αυτή καλά. Τα παιδιά δεν έπρεπε να μπαίνουν εκεί. Πλησίασε το παράθυρο. Τα είδε στην αυλή. Καμιά δεκαριά κοριτσάκια και πέντε έξι αγοράκια, το πολύ μέχρι δέκα χρονών. Φαίνονταν να παίζουν ήσυχα. Τίποτα ανησυχητικό. Έπεσε στο κρεβάτι και αποκοιμήθηκε αμέσως.
Όλα αυτά τα παιδάκια δεν ήταν δικά του. Για την ακρίβεια, δεν ήταν ο βιολογικός τους πατέρας. Δε μπορούσε όμως να τα αφήσει στους βιολογικούς τους γονείς. Θα τα κατέστρεφαν, θα τα χάλαγαν. Πρεζάκια, πόρνες, κλέφτες. Δεν έκαναν για γονείς. Σαν αστυνομικός ερχόταν σε επαφή με πολλούς τέτοιους. Όταν τους έπαιρνε τα παιδιά, κανείς δεν έμοιαζε να στενοχωριέται. Άλλωστε, πια, ήξερε τι έκανε. Αυτά τα παιδιά στην αυλή ήταν η «δεύτερη γενιά». Η Αγγέλικα ανήκε στην πρώτη.
Τα παιδιά στην αυλή ήταν καθισμένα σ ένα μικρό κύκλο. Τα είχε κλειδωμένα πάντα μέσα σ’ αυτό το σπίτι. Δε μπορούσε να ρισκάρει να τα αναγνωρίσει κάποιος. Κι έτσι τα κράταγε εκεί. «Η αυλή είναι μεγάλη», τους έλεγε, «δε χρειάζεται να βγαίνετε στο δρόμο». Τα λουκέτα, ο φράχτης ήταν όλα εκεί για να τα προστατεύσουν. Η μικρή ομάδα σηκώθηκε ήσυχα και μπήκε στο σπίτι. Κινούνταν σαν να αιωρούνταν. Σαν φαντάσματα. Ένα τους ανέβηκε στον πάνω όροφο. Ο «Πατέρας» κοιμόταν. Σαν αερικά σκαρφάλωσαν το φράχτη. Τι ήταν ένας φράχτης για δεκάχρονα παιδάκια; Στο δρόμο, η ηρεμία από τα πρόσωπα τους χάθηκε. Χώθηκαν σ’ ένα στενάκι. Μια γιαγιά περπάταγε φορτωμένη με τα ψώνια της. Την πλησίασαν αργά. Τους χαμογέλασε. Τα δυο πιο μεγαλόσωμα της άρπαξαν τις τσάντες από τα χέρια. Τρία κοριτσάκια την τράβηξαν στο χώμα. Λίγο λίγο όλα πήγαν κοντά. Της έσκισαν τα ρούχα, τη χτυπούσαν, άδειασαν το περιεχόμενο από τις σακούλες πάνω της. όλα αυτά ήσυχα, χωρίς να βγάλουν έναν ήχο. Όταν βαρέθηκαν, άφησαν τη γιαγιά αιμόφυρτη και ξεκίνησαν να γυρνάνε. Ο Πατέρας θα ξύπναγε σε λίγο και θα έστρωνε το τραπέζι.
Η Αγγέλικα ξύπνησε στο κρεβάτι της Μυρτώς. Εκείνη έδειχνε να κοιμάται ακόμα πολύ βαριά. Τη σκούντησε αλλά δεν αντέδρασε. Σηκώθηκε. Στην κουζίνα άρχισε να ψάχνει τα ντουλάπια για καφέ. Ήπιε μια κούπα μαζί με δυο παυσίπονα. Κάτω από ένα μαξιλάρι του καναπέ βρήκε μια τσαλακωμένη φωτογραφία. Ένα κοριτσάκι στην παραλία.
Σάββατο 25 Αυγούστου 2007
Κόκκινο
Παρασκευή 24 Αυγούστου 2007
Every night I burn
Όταν την πήραν τηλέφωνο και τη φώναξαν για αναγνώριση είχε μόλις συνέλθει από την επίδραση ενός κοκτέιλ ναρκωτικών. Δεν ήταν και στα καλύτερα της. Οι αντοχές της είχαν αρχίσει να μειώνονται. Δεν ήθελε να τον ξαναδεί το μαλάκα. Αλλά δεν υπήρχε κανείς άλλος, κανείς. Οδήγησε μέχρι το σπίτι του. Έπρεπε να την είχαν προετοιμάσει. Το αίμα άρχισε σχεδόν από την πόρτα. Κόντεψε να πατήσει ένα πόδι- το δικό του πόδι, συνειδητοποίησε-και πρόσεξε ότι υπήρχαν πολλά ματωμένα μέλη σε σακούλες. Το κεφάλι ήταν πάνω σ ένα μαξιλάρι, στον καναπέ. Ήταν αυτός. Ο ίδιος. Ναι αυτός. Ο βιαστής. Όποιος τον πετσόκοψε μάλλον τον ήξερε καλά. Όχι όσο αυτή, αλλά καλά. Ο αστυνομικός που ήταν μαζί της τη ρώτησε αν θα ήθελε λίγο νερό. Κρατήθηκε και δε ζήτησε βότκα. Κοίταξε καλά καλά γύρω. Ο κορμός, μόνος, χωρίς άκρα, κειτόταν πάνω στο τραπέζι. Της ήρθε να ξεράσει. Ρώτησε αν μπορούσε να φύγει και σχεδόν έτρεξε έξω.
Όταν τον παντρεύτηκε τον μισούσε ήδη. Άλλωστε την είχε βιάσει. Για κάποιο λόγω συγκινήθηκε όταν έμαθε ότι ήταν έγκυος. Και την παντρεύτηκε-την ανάγκασε. Το παιδί το αγάπαγε. Αυτή. Το αγάπαγε. Αλλά έπρεπε να ξέρει καλύτερα. Όχι ότι είχε σημασία πια. Στην τελική. Η μικρή γλίτωσε. Από τον κόσμο. Και να μην ήταν ο πατέρας της. θα ήταν κάποιος άλλος. Μπήκε ξανά στο σπίτι. Άνοιξε τον υπολογιστή. Είχε να δουλέψει. Πήρε ένα γεμάτο μπουκάλι. Ρούφηξε τρεις γραμμές.. Στην οθόνη εμφανίστηκε ένας γυμνός άντρας. Χαϊδευόταν. Της ζήτησε να του μιλήσει. Αναστέναξε βαθιά και ξεκίνησε. Κάθε βράδι το ίδιο. Τους διάλεγε τους πελάτες. Πάντα. Να του μοιάζουν. Ήταν πιο εύκολο έτσι. Ο άντρας έχυνε. Σιχαινόταν τους σπασμούς στα πρόσωπα τους. η φωτιά άρχισε να τον τυλίγει. Το αγαπημένο της σημείο. Την πλήρωναν καλά γι’ αυτό. αλλά πια, το διασκέδαζε. Σήμερα, όμως, σήμερα, ήταν ακόμα καλύτερα. Φωτιά. Ο άντρας ούρλιαζε από τους πόνους και την ηδονη. Ποτέ δεν κατάλαβε. Ποτέ. Να τελειώνεις πεθαίνοντας από φρικτούς πόνους, με τις φλόγες να σε καταβροχθίζουν; Γιατί; Σήμερα, όμως, οι εκφράσεις πόνου, της προκαλούσαν άγρια χαρά. Τον σκότωνε ξανά. Κι εκείνη. Πάλι. Ο πελάτης λιποθύμησε. Έκλεισε τον υπολογιστή. Η δουλειά της είχε τελειώσει. Tου είχε χαρίσει ευχαρίστηση. Πάλι. Και τον είχε σκοτώσει. Πάλι. Μπορούσε να πάει για χορό. Ίσως να συναντούσε και την Αγγέλικα. Είχε μέρες να τη δει…
(Διαβάστε εδώ την αρχή της ιστορίας απο την elgalla)
Τρίτη 21 Αυγούστου 2007
Εικόνες
*Είμαι μικρή. Πολύ μικρή. Δε θυμάμαι πολλά πράγματα πιο πριν. Φοράω μια μακριά κόκκινη φούστα με άσπρα λουλούδια και ένα κοντό μπλουζάκι, που έδωσε κάποιος στη μαμά μου. Παίζω με τις λάσπες, τις ανακατεύω με ένα φυλλαράκι. Δίπλα με κοιτάει ο αδερφός μου. Η μαμά κάθεται στο γκαζόν που έχει φυτέψει ο δήμος στο πεζοδρόμιο και κρατάει το μπέμπη στην αγκαλιά. Είναι πολύ μικρή για να έχει κιόλας τρία παιδιά. Το πρόσωπο της μοιάζει να κοιτάει τόσο μακριά. Ένας σκύλος γλύφει το μάγουλο του μπέμπη. Μπροστά από την πόρτα του παλιού συνεργείου, που τώρα κάναμε σπίτι μας είναι κρεμασμένα μερικά ρούχα. Δεν πεινάω. Όχι ακόμα.
*Τα παράθυρα είναι κλειστά. Δεν ανοίγουν ποτέ. Τι να δω άλλωστε; Ένα βρώμικο δρόμο που δε μπορώ να προφέρω καν το όνομά του σωστά; Δεν ξέρω πότε θα ξαναβγώ από δω. Ξαπλωμένη στο κρεβάτι. Πάλι. Ακόμα και τώρα, που έφυγε ο πελάτης. Δε μετράω πια. Δεν έχει σημασία. Νομίζω σκοτεινιάζει. Θα έρθουν περισσότεροι. Κουράστηκα. Θέλω να βγω έξω. Την τελευταία φορά που ήμουν έξω έπαιζα με το σκύλο μας. Κάποιος είναι στην πόρτα. Ξεκουμπώνει ήδη το παντελόνι του. Χαμογελώ. Παρε με από δω…
Κι η νύχτα πέφτει στην Αθήνα. Οι «αθώοι» πολίτες κλείνουν όλοι τα μάτια τους. Οι δολοφόνοι ανοίγουν τα δικά τους και αναγνωρίζονται. Διαλέγουν ποιον θα σκοτώσουν. Σ' αυτό το παιχνίδι δεν υπάρχει «χαφιές» να βοηθήσει τους αθώους. Πρέπει να σωθούν μόνοι τους. Οι δολοφόνοι κλείνουν πια τα μάτια και μια νέα μέρα ξημερώνει στην Αθήνα…
Παρασκευή 20 Ιουλίου 2007
Catherine At The Wheel
Έκανε ζέστη! Πολλή ζέστη. Κι είχε περάσει τις τελευταίες βδομάδες της ζωής της μπαινοβγαίνοντας σ’ αεροπλάνα, αλλάζοντας χώρες και τρώγοντας. Μετακινήθηκε στο κάθισμα της. Το κάψιμο από το μαστίγιο την ενοχλούσε. Γαμώτο, την είχε χτυπήσει πολύ. Δεν είχε καταφέρει όμως να την κάνει να κλάψει, παρόλο πού αυτός ήταν ο σκοπός του. Και το είχε προσπαθήσει πολύ. Εκείνος όμως έκλαιγε την ώρα που τον έκοβε. Και είχε φροντίσει το μαχαίρι της να είναι πολύ κοφτερό. Χάραζε τη σάρκα του σε όλα τα μαλακά της μέρη, έκοβε ότι της φαινόταν ότι περίσσευε κι εκείνος έκλαιγε. Ίσως γιατί είναι δύσκολο να ουρλιάξεις χωρίς γλώσσα. Όταν πια πέθανε τον άφησε κι αυτόν στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, όπως όλους, και έφυγε για το ραντεβού της. Την περίμενε ένα ζευγάρι που ήθελε να εμπλουτίσει την ερωτική του ζωή. Έτσι κάπως ξεκίνησε κι αυτή, καιρό πριν. Σε ένα ταξίδι είπε να δοκιμάσει κάτι διαφορετικό. Το διαφορετικό είναι ωραίο. Και δεν ήταν πια τόσο μικρή ώστε να αφήνει ευκαιρίες για ωραία πράγματα να πάνε χαμένες. Συνέχισε να ταξιδεύει και να δοκιμάζει. Πολλοί άντρες, πολλές γυναίκες, πόνος, ντροπή, εξουσία, ταπείνωση, οργασμοί. Σε κάποιους άρεσε πολύ. Ζητούσαν να την ξαναδούν. Συνήθως δε χαλούσε χατίρι. Ένας δεν της φέρθηκε όπως θα έπρεπε. Απλά τον ευνούχισε, τον έδεσε στο κρεβάτι του και στάθηκε απέναντι να τον δει να πεθαίνει από αιμορραγία. Δεν ένιωσε ευχαρίστηση. Ούτε τότε ούτε στους επόμενους. Ένιωσε όμως ανακούφιση. Και ηρεμία. Όσο πιο πολύ τους βασάνιζε τόσο πιο ήρεμη κατέληγε. Ίσως γι’ αυτό δεν προτιμούσε συνήθως τις γυναίκες. Δεν άντεχαν και τόσο. Δεν ήταν πολλά τα πτώματα που είχε αφήσει πίσω της. Δεν χρειαζόταν καν να κρύβεται επιμελώς ακόμα. Είναι εύκολο να μένεις άγνωστος μακριά από το φυσικό σου χώρο. Κανένας άλλωστε δε χρειάστηκε να μάθει το όνομα της για να την πηδήξει. Πριν φτάσει στο σπίτι του ζευγαριού, σταμάτησε σε ένα φαγάδικο. Παρήγγειλε και περίμενε. Το κάψιμο την ενοχλούσε πάλι. Τα χέρια της, κάτω από τα μανίκια ήταν γεμάτα σημάδια από σκοινιά. Έφαγε γρήγορα, λαίμαργα. Παρήγγειλε πάλι. Και πάλι. Δυσκολεύτηκε να σταματήσει. Πλήρωσε πνιγμένη από ντροπή και πήγε στην τουαλέτα. Ξέρασε ότι είχε φάει. Ποιος θα ήθελε να τη γαμήσει αν ήταν χοντρή; Το ζευγάρι της φέρθηκε πολύ καλά. Κι εκείνη το ίδιο. Έκλεισαν ραντεβού το βράδυ για ένα όργιο. Εκεί κάποιον θα εύρισκε να τη χρειάζεται. Κάποιος θα υπήρχε να την ηρεμίσει. Χαμογέλασε σ’ ένα παιδάκι που την κοιτούσε. Ύστερα έπρεπε να γυρίσει πίσω. Την περίμενε το παιδί της. Και μια γυναίκα που δεν της είχε φερθεί καθόλου καλα.
(special thanks για τον τίτλο στην elgalla και τους skyclad...)
Παρασκευή 13 Ιουλίου 2007
Fredyyyyyyy!
What horror movie killer are you? Freddy You are freddy krueger from nightmare on elm street. You are very terrifying. |
Quizzes and Personality Tests |
Αλλά πιο ενδιαφέρον είναι ότι είμαι goth! Αχ,ας γελασω πολυ πολυ δυνατα! χαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχα!Αχ!
Emo, prep, goth, or jock goth dark and closed in try and open yourself some more |
Click Here to Take This Quiz Brought to you by YouThink.com quizzes and personality tests. |
(Γαμώ το, νομίζω ότι έχει αρχίσει να φαίνεται ότι βαριέμαι πολύ! :-Ρ )
Σάββατο 7 Ιουλίου 2007
Μα οι θεριστές ποτέ κανένα δεν προδώσαν...
Φτάνουμε λοιπόν χτές στο γήπεδο του baseball, νωρίς νωρίς, πριν ξεκινήσουν οι συναυλίες. Ακούσαμε λοιπόν και το Σαδίκη(αν και η αλήθεια είναι ότι θα ζούσα και χωρίς) και μετά...Μετά βγήκε! Ο Παύλος καλέ! Έπαιξε το πρώτο τραγούδι, και πάνω που αναρωτιόμουν αν τώρα θα έρθει η συντέλεια του κόσμου...κόβεται το ρεύμα στα πλήκτρα(αν κατάλαβα καλά)! Και το σύμπαν συνέχισε να υπάρχει! Μου ήρθε πάραυτα μήνυμα από φίλη που ήταν κάπου πιο μπροστά "Μήπως δεν έπρεπε να έρθεις τελικά ;) ", αλλά, ναι, κι όμως, όλα λύθηκαν. Και ο Παύλος έπαιξε! Και ήταν ωραίαιαιαιαιαιος! Έπαιξε κομμάτια κυρίως από τον τελευταίο δίσκο, αλλά και από Ξύλινα και ήμουν πολύ χαρούμενη!
Ακολούθησαν τα Διάφανα. Στην αναμονή μέχρι ν' αρχίσουν, απορούσσαμε με τη buffy πως κααι δεν αρέσουν στην elgalla(ούτε εμείς έιμαστε φαν, αλλα η elgalla μέχρι που καταπιεζόταν). Βγαίνει λοιπόν ο Ανεστόπουλος και πριν αρχίσει δηλώνει(όχι τίποτα άλλο, έχουμε και ένα κούτελο στην κοινωνιά, δε μπορεί να μας το μαυρίζει ο καθένας!)"Θέλω να πω ότι δεν ήμασταν, δεν είμαστε και δε θα είμαστε ΠΟΤΕ goth!". Στο σημείο αυτό η elgalla δήλωσε "Ε, να, γι αυτό δε μ' αρέσετε!", και η συναυλία συνεχίστηκε σε μια εύθυμη διάθεση για μένα και τη buffy.Ο λαός των Διάφανων είχε πολλαπλούς οργασμούς ακαταπαύστως(τους οποίους συνόδευε με επαρκή ποσότητα μπάφου) και όλα καλά.
Το επόμενο μέρος της συναυλίας για μας ήταν αρκετά κουραστικό, καθώς(ναι,το γράφω και κοκκινίζω)δεν είχαμε ακούσει Last Drive άλλη φορά. Και ναι, ήταν ωραίοι, αλλά έπαιξαν πάρα πολλή ώρα.Ε...και βαρεθήκαμε λίγο...
Τέλος, έκανε την εμφάνιση του ο Αγγελάκας( μεταμεσονύκτιες ώρες, όπως είναι σαφές)! Και αν και είχα εκνευριστει και βαρεθεί κααι διψάσει και διάφορα αλλα που κάνουν τα 5χρονα όταν κουράζονται, ήταν πολύ καλός! Πολύ καλή επιλογή τραγουδιών(ακόμα κι αν εμένα δε μου άρεσαν τα 2 πρώτα), πολύ κέφι, πολύς ένθουσιασμός, το κοινό σε τράνς μαζί μ' εμένα και γενικά πολύυυυ ωραία!
Αυυτάαααα! Clue της βραδιάς η Τίνα, να προεξέχει πάνω από τα πλήθη, καβάλα στο άλογο, γαιδούρι της, δεν καταλήξαμε τελικά, το οποίο ομιλούσε κιόλας και έλεγε" Μούβ ουτ, λόνγκ βέχικλ!"!
Η επιστροφή ήταν τραγική, γιατι το τραμ γεμιζει εύκολα, κινείται αργά και δεν έχει καλο κλιματισμό! Αλλά δεν πειράζει. Ήταν ωραία! Πολύ! Αχ αχ! Μαμάαααα, θέλω κι άλλοοοοοοοοοοοο! ;-)
Υ.Γ.:Πήγα και στο φεστιβάλ της Βαβέλ, παρεμπιπτόντως. Λέτε να τα καταφέρω και με τον Πασχαλίδη τελικά; :-)
Παρασκευή 29 Ιουνίου 2007
Tribute
[Χρόνια πολλά Παύλε! ;-) ]
Δευτέρα 25 Ιουνίου 2007
Καύσωνας-Φοιτητές Παντείου=1-0!!!!!
Έχει ζέστη. Το ξέρουμε όλοι. Και μερικοί από μας έχουμε και εξεταστική. Που είναι από μόνο του κακό πράγμα.
Είναι μεσημέρι. Είμαστε έξω από μια αίθουσα της Παντείου. Και είμαστε πολλοί. Δεν ξέρω γιατί τέτοιος ξαφνικός ζήλος. Το έτος μου ήταν όλο εκεί πάντως. Η αίθουσα χωράει γύρω στα 70 άτομα. Είμαστε καταφανώς περισσότεροι. Μπαίνουμε. Όσοι προλαβαίνουμε καθόμαστε. Προφανώς δεν υπάρχει κλιματισμός. (Ο επιτηρητής βέβαια υποστήριζε σθεναρά ότι όχι μόνο υπάρχει αλλά είναι και στο τέρμα.) Τα παράθυρα κλειστά. Έρχεται η καθηγήτρια. Είναι έξαλλη που είμαστε τόσο πολλοί και δεν έχουμε κενό κάθισμα ανάμεσα μας . για κάποιο παντελώς άγνωστο λόγο έχει την πεποίθηση ότι αν ανοίξει άλλη μια αίθουσα(χωρητικότητας 30 ατόμων), θα χωρέσουν όλοι οι όρθιοι και θα μας αραιώσει κιόλας. Μας κοιτάει άγρια και μας λέει:
-Δε θα κάτσω εγώ να διορθώνω μες στη ζέστη αν δεν είμαι σίγουρη ότι έχετε γράψει σε σωστές συνθήκες(=με κενά, όχι με θερμοκρασία κάτω από 40 βαθμούς)
Φυσικά δε μπορούμε να αραιώσουμε. Γράφουμε λοιπόν έτσι, με θερμοκρασία 40+, κάνοντας όπως όπως αέρα, με λιποθυμικές τάσεις κτλ.
Μετά το τέλος της εξέτασης μάθαμε ότι όσοι δε χώρεσαν στην άλλη αίθουσα(και δεν κάθισαν στα περβάζια της δικής μας), έγραψαν όρθιοι σε μια άλλη. Και για μια ακόμα φορά το πρόβλημα της καθηγήτριας ήταν η εγγύτητα των φοιτητών.
-Δεν το δέχομαι, σαν καθηγήτρια πανεπιστημίου, να είναι η κόλλες των συμφοιτητών σας στο οπτικό σας πεδίο!
Θέλω να είμαι ευγενική. Αλήθεια. Έχω και μια παιδεία από το σπίτι μου. Αλλά άντε και γαμήσου! Γράφω με 43 βαθμούς, και ίσως όρθια! Και το μόνο που σε πειράζει είναι αν βλέπω την κόλλα του διπλανού μου;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;; Περιμένεις την ώρα της εξέτασης να δεις ότι δε χωράνε οι φοιτητές σου; Και τους ειρωνεύεσαι και τους αγριεύεις κιόλας; Πόση πλάκα θα έχει να λιποθυμήσουν 2-3. Τότε να δούμε!
Υ.Γ.: Το ΣΕΜΦΕ κλείνει αύριο και μεθαύριο λόγω καύσωνα. Εμείς δεν είμαστε άνθρωποι προφανώς.
*$%%@!$%%^&&*%%$#@@$$%^&*~#$%%&&*
Σάββατο 23 Ιουνίου 2007
Όνειρα γλυκά...
«Κάποτε, ζούσε ένα αγόρι. Όχι πολύ μικρό. Όμως δεν είχε γίνει άντρας ακόμα. Είχε ταξιδέψει αρκετά, είχε γνωρίσει κι άλλα αγόρια και κορίτσια. Ένα καλοκαίρι, όμως, ήταν εγκλωβισμένο σ’ ένα μικρό σπίτι δίπλα στη θάλασσα. Παλιά του έδινε μόνο χαρά. Αλλά οι φίλοι του είχαν πια μεγαλώσει. Είναι δύσκολο να μένεις παιδί. Το αγόρι, λοιπόν, ο Αντρέας, βαριόταν φοβερά. Μαζί του άλλωστε ήταν όλη του η οικογένεια, η οποία δεν έχανε ευκαιρία να του σπάει τα νεύρα. Εκείνο το πρωί αποφάσισε να πάει μια βόλτα, κάπου που δεν είχε ξαναπάει. Είχε ακούσει από τον αγαπημένο του παππού για μια σπηλιά, στα βράχια, μισοπλημμυρισμένη με θαλασσινό νερό, εκεί κοντά. Έβαλε το μαγιό του, βγήκε σιγά σιγά από το σπίτι, για να μην τον καταλάβουν, και βούτηξε στο νερό. Κολύμπησε ώρα, ψάχνοντας το σημείο που του περιέγραφε ο παππούς. Ήταν, λέει, μετά το μικρό ακρωτήρι, κρυμμένο πίσω από ένα βράχο που έμοιαζε πολύ με γοργόνα. Ο Αντρέας ήταν σίγουρος ότι θα τη βρει. Η περιγραφή ήταν ολοζώντανη στο μυαλό του. Κι άλλωστε ήταν καλός κολυμβητής, και το ήθελε πολύ. Στη διαδρομή χάζευε τα κύματα να σπάνε στους άγριους βράχους, ψαράκια να κολυμπάνε κάτω από το σώμα του… Ο βράχος-γοργόνα όμως δε φαινόταν πουθενά. Κολύμπησε πολύ. Απομακρύνθηκε από το σημείο που του έλεγε ο παππούς. Κουράστηκε. Τώρα δίπλα του υπήρχε αμμουδιά. Βγήκε να πάρει μια ανάσα. Ήταν απογοητευμένος. Είχε τόσα όνειρα για το τι θα έβρισκε στη σπηλιά, λαχταρούσε τόσο να εξερευνήσει τα μυστήρια της. Τώρα έπρεπε να γυρίσει πίσω και να περάσει άλλο ένα βαρετό απόγευμα με τους δικούς του. Όλα του τα σχέδια είχαν πάει στο βρόντο. Κοίταξε γύρω του σα χαμένος. Τότε μόνο είδε το σκαρί που φαινόταν σαν ξαπλωμένο στη στεριά. Έμοιαζε παλιό. Ο Αντρέας σηκώθηκε και πλησίασε. Από μια τρύπα στο πλάι του, χώθηκε μέσα. Το φως που μισοέμπαινε έδινε στο παλιό ξύλο ένα καφεπράσινο χρώμα. Αν και έμοιαζε με ναυάγιο, όλα μέσα ήταν τακτικά και αρκετά καθαρά. Ήταν σαν σπίτι. Ή σαν…καφενείο. Ναι, σαν καφενείο. Σαν αυτά τα παλιά, που υπήρχαν στα χωριά. Άρχισε να γυρνάει γύρω γύρω, χαρούμενος για την ανακάλυψη του, ψαχουλεύοντας ντουλάπια, σηκώνοντας ποτήρια. Ποιοι έρχονταν εδώ; Ήταν άνθρωποι, πλάσματα της θάλασσα, νεκροί ναυτικοί; Έκατσε μέχρι που έπιασε να νυχτώνει αλλά δεν είχε φανεί κανείς. Έπρεπε να γυρίσει, αλλιώς θα χανόταν, και η κατσάδα που τον περίμενε θα ήταν φοβερή. Έφτασε σπίτι λίγο πριν το βραδινό φαί. Η κούραση του ήταν τέτοια που ίσα που πρόλαβε να φάει. Ύστερα έπεσε να κοιμηθεί, έναν ύπνο γεμάτο περιπετειώδη όνειρα, σ ένα καφενείο νεκρών πειρατών. Το πρωί ξύπνησε την αδερφή του και την πήρε μαζί του στην παραλία…»
Κοιμήθηκες; Το παραμύθι αυτό δεν τελειώνει. Όπως καμία ιστορία που φτιάχτηκε ποτέ από άνθρωπο. Κοιμήσου… το πρωί σε περιμένει η παραλία σου…
Τρίτη 19 Ιουνίου 2007
Δευτέρα 18 Ιουνίου 2007
Μέλισσες(3)
Η Κ., όπως ήδη είπα, αιωρούνταν λίγο πάνω από τη γη κοιτώντας το πτώμα της και το πλήθος που ήταν μαζεμένο γύρω του. Δεν την ενοχλούσε τόσο το ότι είχε πεθάνει(αν και είχε τόσα να προσφέρει στην ανθρωπότητα και ιδιαίτερα στους όμορφους άντρες), όσο το γεγονός ότι το ωραίο της σώμα είχε καταστραφεί, το πρόσωπο της είχε γεμίσει αίματα, και αυτό το μπλουζάκι δε θα καθάριζε ποτέ. Τότε ένιωσε πίσω της την ύπαρξη ενός ακόμα άυλου, όπως αυτή, πλάσματος.
Όχι, όχι. Ο Φ. δεν είχε δώσει τέλος στην εσωτερική πάλη με τη βλακεία του. Ήταν ακόμα μέσα, προσπαθώντας ν’ αποφασίσει την επόμενη κίνηση του. Την Κ. πλησίασε ένα από τα κορυφαία στην ιεραρχία φαντάσματα της Αθήνας, ο Α. Ο Α. ήταν αρχηγός συμμορίας, cool φάντασμα, τύπος γαμώ-και-δέρνω και φυσικά φόβος και τρόμος του μεγαλύτερου ημιδιάφανου πληθυσμού της πόλης. Και ναι, ήταν ο τύπος που είχε διώξει τον Φ. από το πρώτο του σπίτι. Οι ανταποκριτές του στην περιοχή τον είχαν ενημερώσει ότι είχε εμφανιστεί καινούριο μωρό στην πιάτσα, και ,επειδή είχε βαρεθεί την προπολεμική τραγουδίστρια που παρουσίαζε για γκόμενα του, πέρασε να πει ένα «καλωσόρισες», στην νέα.
Με πολύ στυλ, την προσέγγισε, υποκλίθηκε και της φίλησε το χέρι. Και ο Φ κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό. Ή να διαλυθεί σε μικροσωματίδια σκόνης τέλος πάντων! Σε μια ώρα 2 άντρες, ένας ζωντανός κι ένας νεκρός, είχαν καταπατήσει την κυριότητα του πάνω σε μια γυναίκα. Δε θα το άφηνε έτσι αυτό. Είχε πλέον το κίνητρο του για να πάει να τη βρει.{Στο σημείο αυτό θα παρακαλούσα τους αναγνώστες να σταματήσουν να γελάνε με τα χάλια του Φ. Είπαμε, είναι μικρός, δεν ξέρει! Και σεβασμός στους νεκρούς, τελοσπάντων!}
{Συνεχίζεται.Ναι, πάλι!}
Τρίτη 12 Ιουνίου 2007
Αγκρρρ!!!!!!!!
Αυτά. (Αυτολογοκρίνομαι και δε γράφω όλες τις σαδιστικές ιδέες τις οποίες έχω στο κεφάλι μου αυτή τη στιγμή. Είμαι απλώς εκνευρισμένη. Κατα βάθος τα αγαπάω τα &$*#μενα!)
Πέμπτη 7 Ιουνίου 2007
Μέλισσες(2)
Και για να είμαστε πιο σαφείς, η γκόμενα του δεν ήταν ακριβώς γκόμενα του. Ήταν μια συμμαθήτρια του που γούσταρε χρόνια και την οποία είχε, τελικά, πείσει να «τα φτιάξουν». Η βίαιη συνάντηση του κρανίου του με την πέτρα, μια βδομάδα μετά, είναι αλήθεια πως δεν του άφησε πολύ χρόνο να το χαρεί, ο Φ., εντούτοις συνέχιζε να τη θεωρεί κοπέλα του και κατά τη διάρκεια της μετά θάνατον ζωής του. Επίσης είναι αλήθεια ότι είχε να τη δει περίπου 5 χρόνια,4 μήνες,12 μέρες, 5 ώρες και 58 λεπτά. Αλλά τι σημασία έχουν αυτά στην αγάπη;
Ίσως ένας προσεκτικός παρατηρητής της σκηνής θα ήθελε να επισημάνει στον Φ. ότι η «κοπέλα» του(ας την πούμε Κ.) κυκλοφορούσε πια με κάποιον άλλο. Ο οποίος άλλος της έπιανε και τον κώλο. Αλλά δεν είναι ότι ο Φ. δεν το είχε προσέξει. Και αν το κυκλοφορικό του σύστημα ήταν πιο ζωντανό(ή και απλά ζωντανό), τότε μάλλον θα του είχε ανέβει το αίμα στο κεφάλι. Η σύγχυση του, όμως, δεν πρόλαβε να κρατήσει πάρα πολύ, καθώς το διερχόμενο (με ταχύτητες χελώνας όπως πάντα) Τραμ, παρέσυρε την Κ. τη στιγμή που χόρευε πάνω στις γραμμές του, για να εκδηλώσει τη χαρά της. Για μια ακόμα φορά ο Φ. θαύμασε την κακεντρεχή αίσθηση του χιούμορ του σύμπαντος.
Υστέρα είδε το πνεύμα της Κ. να εγκαταλείπει τα απομεινάρια του σώματος της. Του πήρε λίγη ώρα, αλλά όταν συνειδητοποίησε πως και αυτή ήταν τώρα φάντασμα, χοροπήδησε από τη χαρά του. Είχε έρθει η ώρα να είναι πάλι μαζί. Ή και όχι!
(συνεχίζεται)
Δευτέρα 4 Ιουνίου 2007
Μέλισσες
Στη Συγγρού, δίπλα στο σταθμό του Μετρό υπάρχει ένα τεράστιο εγκαταλελλειμένο κτήριο. Παλιά ήταν εργοστάσιο ή κάτι τέτοιο. Στο χαμηλότερο μέρος του κάποιοι έχουν φτιάξει με σπρέι ένα σμήνος στρουμπουλές μέλισσες. Στο κτίριο αυτό μένει λοιπόν το φάντασμα της ιστορίας μας. Ναι, ναι, το ξέρω, η Αθήνα δεν είναι πόλη που πείθει ότι έχει φαντάσματα. Και τι να γίνει δηλαδή; Επειδή η παγκόσμια λογοτεχνία μας έχει κάνει να πιστεύουμε ότι τα φαντάσματα προτιμούν σκοτεινές κι αραχνιασμένες πόλεις, θα τα εξορίσουμε από την Ελλάδα; Δε φτάνει που είμαστε ρατσιστές με τους εν ζωή, δε θα λυπηθούμε ούτε τους καημένους τους νεκρούς?
Και το φάντασμα μας είναι διπλά καημένο. Βρέθηκε στο παλιό κτίριο στη Συγγρού όταν μια παρέα άλλων φαντασμάτων το έδιωξαν με τη βία από το σπίτι του, για να μείνουν αυτά. Το φάντασμα (ας τον ονομάσουμε Φ.) όταν ζούσε, ήταν ένα αγόρι, γύρω στα 15. Πέθανε όταν μια παρέα νταήδων από το σχολείο του τον κυνήγησαν και τον πετροβόλησαν. Στην προσπάθεια του να ξεφύγει μπερδεύτηκε σ’ ένα καλώδιο που ήταν πεσμένο στο δρόμο και κατά την πτώση χτύπησε το κεφάλι του σε μια πέτρα. Ο θάνατος του ήταν ακαριαίος.
Ο Φ. δεν ήταν εκδικητικός χαρακτήρας. Είχε περάσει όλη τη μέχρι τώρα μεταθανάτια ζωή του ψάχνοντας τι έπρεπε να κάνει για να πάψει να είναι φάντασμα. Ίσως πρέπει να του συγχωρήσουμε, λόγω της μικρής του ηλικίας την άγνοια βασικών κοσμικών κανόνων, αλλά δεν του πέρναγε από το μυαλό πως το μόνο που τον κρατούσε στη γη ήταν η ανάγκη να αποδοθεί δικαιοσύνη. Επειδή δεν ήταν πολύ θαρραλέος, η καθημερινότητα του ως φάντασμα ήταν ιδιαιτέρως βαρετή. Το «σπίτι» του ήταν τεράστιο, αλλά πόσες βόλτες να κάνει κανείς πια? Ευτυχώς ο δρόμος από κάτω ήταν πολυσύχναστος. Αυτοκίνητα, λεωφορεία, άνθρωποι, η γκόμενα του 5χρόνια μεγαλύτερη…
Η γκόμενα του 5 χρόνια μεγαλύτερη;;;;;;;;; Και ποιος ήταν αυτός δίπλα της; Και γιατί αυτή είχε μεγαλώσει ενώ ο Φ. ήταν ακόμα όπως τη μέρα που πέθανε; Γιατί το σύμπαν δεν έβρισκε κανέναν άλλο να ασχοληθεί αλλά ασχολιόταν μόνο με την ανακάλυψη τρόπων για να τον βασανίσει και να τον περιπαίξει; 20 χρονών, νεκρός, φάντασμα, μόνος σ’ ένα εγκαταλελειμένο κτήριο, και η κοπέλα του να κυκλοφορεί με άλλον. Τι άλλο θα μπορούσε να συμβεί πια;
Πέμπτη 31 Μαΐου 2007
Who will be there now?When I lose one true love?
-Τι θα έκανες αν πέθαινα;
-Μην το πεις!
-Προσπάθησε να συνεχίσεις να ζεις σα να είμαι νεκρός. Ίσως έτσι τα καταφέρουμε.
-Όχι. Γιατί δεν είσαι νεκρός. Κι άλλωστε αυτά είναι βλακείες. Τα συναισθήματα πεθαίνουν όταν το αποφασίσουμε εμείς. Οι άνθρωποι πεθαίνουν όταν το αποφασίσουμε εμείς. Όταν ήμουν μικρή, ο παππούς μου μου έλεγε μια ιστορία.
Ήταν μια φορά μια κοπέλα, τόσο όμορφη, ώστε η θεά της ομορφιάς την καταράστηκε, όποιον αγαπά να πεθαίνει. Πρώτα χάθηκαν οι γονείς της, ύστερα τα αδέρφια της και οι πιο κοντινοί της φίλοι. Προσπάθησε να μείνει μακριά απ’ όλους, να μην αγαπήσει κανέναν ξανά. Αλλά ερωτεύτηκε. Και είδε τον αγαπημένο της να πεθαίνει. Κλείστηκε στο σπίτι, να μη βλέπει κανέναν. Να μην τη βλέπει κανένας. Τα ζωάκια που φρόντιζε, τα λουλούδια που μεγάλωνε, κι αυτά ακόμα πέθαιναν μετά από λίγο. Κανείς δε μπορεί να ζήσει χωρίς τίποτα ν’ αγαπάει.
Όλο αυτό τον καιρό, οι υπόλοιποι θεοί, τα πνεύματα, οι ανώτερες δυνάμεις του κόσμου, προσπαθούσαν να πείσουν τη θεά της ομορφιάς να διώξει την κατάρα. Εκείνη όμως ήταν ανένδοτη. Κανένας δεν τολμούσε να τα βάλει μαζί της, μιας κι ήταν πολύ δυνατή εκείνες τις μέρες. Την κοπέλα λυπήθηκε ένας δαίμονας, παλιός εραστής της θεάς. Δε μπορούσε να αναστρέψει την κατάρα. Μπορούσε όμως να απαλύνει τον πόνο.. ποτέ δε μαθεύτηκε τι τον έκανε να πάρει την απόφαση αυτή. Ο παππούς μου έλεγε ότι την αγαπούσε πολύ.
Πήγε και τη βρήκε. Έζησε μαζί της. Την έκανε να τον αγαπήσει. Όταν η αγάπη της έγινε τόση που τον σκότωνε, την κράτησε στην αγκαλιά του, της ψιθύρισε ένα ξόρκι και της είπε: «όσοι αγαπάς δεν πεθαίνουν, αν δεν τους σκοτώσεις εσύ. Μ’ αγαπάς;» «Ναι…» «Αν μ’ αγαπάς, μη φοβάσαι!»
Ο παππού, έλεγε πως δυο χρόνια μετά το θάνατο του δαίμονα, η κοπέλα γέννησε ένα παιδί που του έμοιαζε φοβερά. Έλεγε ακόμα πως το παιδί αυτό ήταν ο προ-προ-παππούς του. Όταν η μαμά μου σκοτώθηκε, καθώς με κρατούσε στην αγκαλιά του, μου είπε πως όσοι αγαπώ δε θα πεθάνουν ποτέ. Γι’ αυτό δε θα προσποιηθώ ότι πέθανες. Σ’ αγαπώ. Και δε φοβάμαι. Θα μάθω να ζω χωρίς εσένα. Αλλά δε θα σε σκοτώσω. Όχι ακόμα.
Τον είδε μερικές φόρες ακόμα. Κι ύστερα προσπάθησαν. Κι απομακρύνθηκαν. Δεν τον ξαναείδε ποτέ. Αλλά η ιστορία λέει ότι δεν τον έχασε ποτέ. Γιατί να διώξεις την αγάπη;
Τετάρτη 30 Μαΐου 2007
Τι μάθατε σήμερα, παιδάκια;
Η δουλειά σερνόταν και σημερα. Όχι ότι περίμενα κάτι διαφορετικό, αλλά λέμε. Σήμερα όμως, περάσαμε την ώρα μας με μια πάαααρα πολύ εποικοδομητική συζήτηση με τους φίλτατους συναδέλφους. Ή μάλλον, το σύνολο των φίλτατων συναδέλφων έψαχνε να βρει που να κοπανηθεί, σαν αντίδαση σ' αυτα που έλεγε ο ένας, ο μοναδικός,ο μέγας λάτρης των γυναικών!Να λοιπόν τι μάθαμε σήμερα:
-Ο όρος "μεσημέρι" ισχύει μόνο για τη χρονική στιγμή απο 12.00.00 μέχρι 12.00.59. Μετά είναι απόγευμα. Και είναι δείγμα της ελληνικής νοοτροπίας ότι θεωρούμε μεσημέρι τις 15.00!Είμαστε ρεμάλια και τεμπελχανάδες!Φτουουουου μας!
-Σε περίπτωσση βιασμού, μάλλον φταίει η γυναίκα. Ποιός της είπε να κυκλοφορεί έτσι προκλητικά ντυμένη;(Ο ίδιος συνάδελφος είπε ότι το ανοιχτό παπούτσι είναι προκλητικό!) Τα στερημένα αγόρια δε μπορούν να αντισταθούν στις ορμές τους.Όταν η διπλανή συνάδελφος πρότεινε στον όποιο στερημένο να πάρει καμιά ταινία και να ξεχαρμανιάσει μόνος του, ο μέγας λάτρης τον γυναικών είπε πως χρειάζεται ποικιλία.Η απάντηση ήταν, φυσικά,"Ας αλλάξει χέρι!!!!!!!"!!!!
-Οι γυναίκες βάφονται αποκλειστικά και μόνο για να αρέσουν στους αντρες και ποτέ για τον εαυτό τους. Εγώ που δε βάφομαι μάλλον είμαι φεμινίστρια.(Να βγω να κάψω τα σουτιέν μου στο Σύνταγμα;)
-Οι άντρες έχουν υψηλότερο IQ ως σύνολο και είναι πάρα πολύ πιο ικανοί. Από αυτό προκύπτει ότι δεν υπάρχουν γυναίκες επιστήμονες ούτε θα υπάρξουν ποτέ.
-Οι γυναίκες θέλουν οι άντρες με τους οποίους κάνουν σχέσεις να είναι ανώτεροι τους και κατα συνέπεια,στη μεγάλη τους πλειοψηφία παντρεύονται για τα λεφτά. (Εν ολίγοις όλες είμαστε τσούλες.) Στις έντονες ενστάσεις μας, ο μέγας λάτρης των γυναικών, απάντησε:"Εγώ πολύ θα ήθελα να ήμαστε ίσοι, αλλά αφού δε μπορείτε,τι να κανουμε;"
Εγώ πάντως θέλω τη μαμά μου!
Τετάρτη 23 Μαΐου 2007
Μπούρλπ-Μπούρλπ
Στο Σύνταγμα γίνεται χαμός. Στο καφέ απέναντι απο τη δουλειά, μέχρι και τα μικρά αγγλάκια πίνουν μπύρες(όπως ορθά παρατήρησε με ενθουσιασμό ο Μάνος). H δουλειά σέρνεται. Αλλά πολύ όμως. Βαριέμαι. Οι καρποί μου πονάνε απο τα τηλέφωνα. Και δε μπορώ να φοράω αλλο τη "επαγγελματική" μου φωνή. Αι σιχτίρ, που πρέπει να κάνω σαν γκόμενα σε ροζ γραμμή για να καταδεχτείτε να μου απαντήσετε! Και βρέχει κιόλας!!!!! Ουφ! Arkhidia kivwtio!
ΥΓ.: Μετά από πόσες ώρες μπροστά στην οθόνη υπολογιστή εταιρίας δημοσκοπήσεων το μυαλό σου γίνεται αφρόλουτρο;Μπούρλπ-Μπούρλπ!(ήχος που αντιστοιχεί σ' αυτόν της σαπουνόφουσκας που κινείται μέσα στο κρανίο μου!)
[το κείμενο γράφτηκε σε μια στiγμή απελπισίaς στη δουλειά! Όχι άλλο κάρβουνο!]
Τρίτη 22 Μαΐου 2007
Κρυψώνες
Έρημη παραλία. Ένα πέτρινο σπίτι πάνω στην άμμο. Από την καμινάδα βγαίνει καπνός. Βροχή. Πλησιάζεις στο σπίτι. Σκοτεινό, εκτός από τη φωτιά που καίει στο τζάκι. Το σπίτι μικρό, ένα δωμάτιο. Ένα στρώμα στη γωνία. Δυο μισολιωμένα κεριά δίπλα. Το τζάκι. Μια κοπέλα όρθια στο παράθυρο, κοιτά την αγριεμένη θάλασσα και τη βροχή. Δεν τη βλέπεις καθαρά. Κολλάς το πρόσωπό στο τζάμι. Τα μάτια της λάμπουν. Φορά ένα μαύρο φανελάκι και κρατά σφιχτά τα χέρια στο στήθος. Στέκει ακίνητη για λίγα λεπτά, κοιτώντας απλά μπροστά. Ύστερα στρέφει το βλέμμα στο κρεβάτι. Στο σώμα που είναι ξαπλωμένο. Στο πρόσωπο που αχνοφωτίζουν τα κεριά. Τα μάτια της γεμίζουν δάκρυα, τα χείλη χαμόγελο. Στοργή. Ξαναγυρνά στο παράθυρο. Που και που αγγίζει το τζάμι. Νομίζεις σιγοτραγουδά. Το αγόρι ανασηκώνεται και την κοιτά. Στα μάτια του ο ύπνος. Στέκεται στα πόδια του αργά. Πλησιάζει το τζάκι. Εκείνη κοιτά μακριά. Οι αστραπές της δείχνουν τα κύματα. Ακουμπά τα χέρια του στους γυμνούς γοφούς της. Της μιλά. Δε μπορείς να τον ακούσεις. Πλησιάζεις ξανά το τζάμι. Της ζητά να γυρίσει στο κρεβάτι. Ο ύπνος δε λέει να φύγει από τα βλέφαρά του. Του χαμογελά κι αγγίζει το σαγόνι του. Η βροχή κυλά στο παράθυρο και θολώνει την εικόνα σου. Βλέπεις τα χέρια του στη μέση της. Η φωνή του ψιθυρίζει γλυκά για την αγκαλιά της. Θέλει να κουρνιάσει στο κορμί της. Την οδηγεί ήσυχα στο κρεβάτι. Γονατίζει και την τραβά από την άκρη των δακτύλων. Δεν τους ακούς πια. Δε βλέπεις τα λαμπερά της μάτια. Οι αστραπές φωτίζουν μόνο το κορμί της, που γέρνει και χάνεται στο στρώμα. Χαμογελά και κλείνει τα μάτια. Μετά από λίγο κι αυτά γεμίζουν ύπνο. Βρέχει.
Θες να κρυφτείς. Εκεί. Παλιά, όταν έψαχνες κάπου να κρυφτείς, ήταν εκεί. Αλλά οι άνθρωποι φεύγουν. Κι ας είναι δίπλα σου. Κι άλλοτε, πρέπει να κρυφτείς απ’ αυτούς.
Δεν ξέρεις. Δεν αναγνωρίζεις την εικόνα.Κι ας την έφτιαξες εσύ. Ύστερα, μια μέρα, θα σε ξυπνήσει η βροχή σε ένα σπιτάκι στην παραλία. Πιστεύεις στα όνειρα;
Τετάρτη 16 Μαΐου 2007
Τα παραμύθια δεν είν' αλήθεια.(Η΄μήπως έιναι;)
Μια φορά κι ένα καιρό… Το κορίτσι μεγάλωσε. Και τίποτα δεν ήταν σαν τα παραμύθια που διάβαζε μικρό. Ούτε σαν τα άλλα, τις ελπίδες που μόνο του έπλασε μεγαλώνοντας. Το κορίτσι φοβόταν ότι τα όνειρα θα μείνουν μόνο όνειρα. Και στον κόσμο του δεν υπήρχαν νεραιδονονές ούτε πρίγκιπες. Τι θα έκανε; Ποιος θα τη βοηθούσε; Και γιατί έπρεπε όλα να είναι τόσο μαύρα, τόσο απελπιστικά δυσοίωνα; Και φοβόταν πως έφταιγε αυτό, πως ήταν ανίκανο να πράξει, ανάξιο ν’ αγαπηθεί. Ένα πρωί, βγήκε στον κήπο. Κι ο ήλιος δεν έλαμπε. Δε φαινόταν κανένας εκεί γύρω. Ήταν μόνη; Τότε είδε μπροστά της κάτι σαν μάλλινη κλωστή. Την κράτησε στο χέρι της. Άρχισε να την ακολουθεί. Η κλωστή άλλαζε χρώματα. Κι ήταν φορές που χανόταν, μπλεκόταν ανάμεσα σε κλαδιά και δέντρα και θάμνους κι ανθρώπους και φιλοδοξίες και λάθος όνειρα. Και το κορίτσι κουραζόταν. Που την πήγαινε πια αυτή η κλωστή; Κι αν δεν άξιζε να την ακολουθεί; Άλλωστε, μέχρι τότε, όλα της πήγαιναν στραβά. Προχώρησε λίγο ακόμα. Η πόρτα ήταν ανοιχτή. Φως την τύφλωσε. Η κλωστή συνέχιζε εκεί. Πίσω από την πόρτα… Έμοιαζε με όνειρο. Ήταν;
Τα παραμύθια έχουν καλό τέλος. Πιστεύεις;
(Για την Αργυρώ. Βρες την κλωστή σου. Ίσως σε πάει κάπου όμορφα...)
Τρίτη 15 Μαΐου 2007
Φοβάσαι;
Έτρεμε. Όταν καμιά φορά του χαμογελούσε κατά τύχη. Όταν γελούσε μαζί του. Όταν τον άφηνε να την αγγίζει. Όταν του χάιδευε τα μαλλιά. Όταν τον ταπείνωνε. Έτρεμε. Τα χέρια του, τα χείλη του, η ανάσα του. Αποτελούσε τη Σελήνη της. Όταν εκείνη ήταν στο δωμάτιο, βρισκόταν κάπου γύρω της. Τον είχε πονέσει. Τον είχε απογοητεύσει. Είχε προσπαθήσει να του κλέψει την αθωότητα. Οι φίλοι κι οι γνωστοί γελούσαν μαζί του. Ήταν μαλάκας, του έλεγαν, που τα ανεχόταν όλα αυτά. Οι φίλοι κι οι γνωστοί του φώναζαν να ξεκολλήσει. Έμενε κοντά της. Έπαιρνε ότι του έδινε. Δε μπορούσε να πει γιατί. Ο κόσμος του ήταν θολός. Δεν έβλεπε τίποτα καθαρά. Κι οι επιθυμίες του ακόμα, ένα κουβάρι. Μόνο εκείνη. Έμενε εκεί. Δεν ήταν από τους ανθρώπους που τους ενδιέφεραν οι επιπτώσεις των πράξεων τους. Πώς μπορεί να πληγώσεις έναν αθώο; Ακόμα κι όταν φταίει. Ξανά και ξανά. Δεν είναι αθώος, έλεγε πάντα. Εκείνος είναι που γυρνά γύρω μου. Έτρεμε. Όταν τον κρατούσε αγκαλιά. Δεν ήταν όμορφη. Ίσως ούτε έξυπνη. Ήταν μεγάλη αλλά όχι σοφή. Και δεν είχε καμία σημασία. Στα γόνατα, της χάιδευε τα πόδια. Κρατούσε ένα ποτήρι, γελούσε, χάιδευε το σκυλάκι της. Γιατί τρέμεις; Οι φίλοι κι οι γνωστοί ήταν πολύ κουρασμένοι για να ασχοληθούν. Κι εκείνος δε βοηθούσε. Δεν τους είπε ποτέ: Γιατί χρειάζομαι κάποιον να χαϊδεύω. Γιατί χρειάζομαι κάποιον να λατρεύω. Γιατί χρειάζομαι κάποιον να με ταπεινώνει.
Δε ρώτησαν ποτέ. Φοβάσαι;
(Για τον Ι. Κι ας είναι μαλάκας.)
Δευτέρα 14 Μαΐου 2007
Όχι πια η Χιονάτη
Μια φορά κι ένα καιρό ένα μικρό κοριτσάκι, η Χιονάτη, πέρασε μέσα από ένα δάσος. Και το Δάσος την ερωτεύτηκε. Είχαν περάσει πολλά κοριτσάκια από μέσα του και όλα είχαν κάνει την καρδιά του να σκιρτήσει. Αλλά αυτή η μικρή ήταν κάτι ξεχωριστό. Το δάσος δεν είχε ξαναδεί μαλλιά μαύρα σαν τα δικά της, ούτε χείλια τόσο πορφυρά. Εκείνο, όμως που την έκανε πραγματικά ξεχωριστή, ήταν το δέρμα της. Τόσο λευκό και λαμπερό. Χιονένιο. Το Δάσος προσπάθησε να της κλείσει το δρόμο, να την κρατήσει για πάντα μέσα του, αλλά δεν τα κατάφερε. Η μοίρα την ήθελε πρωταγωνίστρια σε ένα άλλο παραμύθι. Το Δάσος, φυσικά δεν το ήξερε αυτό και ήταν απελπισμένο.
Το Δάσος δεν ήταν πάντα δάσος. Κάποτε ήταν Άντρας. Ο Άντρας ήταν Παιδί. Ή σαν παιδί. Του άρεσε να παίζει με τη ζωή, είχε μάλιστα τη φιλοδοξία να την κερδίσει. Του άρεσε να ταξιδεύει, να γνωρίζει… Δε φοβόταν. Τα παιδιά δε φοβούνται. Ίσως, μόνο…το σκοτάδι. Του Άντρα του άρεσε ο έρωτας. Η τελευταία γυναίκα που ερωτεύτηκε ήταν σαν ήλιος. Ξανθιά, με μελί δέρμα, μάτια σαν τα νερά του ποταμού δίπλα στο σπίτι της. Ο άντρας της υποσχέθηκε πως θα είναι μαζί της μέχρι να τους χωρίσει ο θάνατος και το σπίτι δίπλα στο ποτάμι έγινε σπίτι του. Η κορούλα τους μεγάλωνε μέσα στα νερά, τα δέντρα, τα πουλιά. Την κορούλα τους τη σκότωσε ένα άλογο, τη γυναίκα του το μαχαίρι που σήκωσαν τα δικά της χέρια. Και το Παιδί βρέθηκε στο σκοτάδι. Και τρόμαξε. Τις έθαψε μαζί, δίπλα στο ποτάμι. Ζήτησε από τα ξωτικά, τις νεράιδες, τα πνεύματα, να τον λυπηθούν και να τον μεταμορφώσουν σε κάτι άλλο, κάτι που να διώξει το φόβο μέσα του. Η πιο άσχημη από τις νεράιδες ήρθε κοντά του. Φτερούγισε γύρω του και κάθησε στον ώμο του. Του εξήγησε ότι μόνο εκείνη άκουσε την προσευχή του, αφού οι αδερφές της ήταν απασχολημένες με τους έρωτες τους. Ο Άντρας της χαμογέλασε κουρασμένα. Η νεράιδα τον φίλησε γλυκά στα χείλη και του ψιθύρισε στ’ αυτί αρχαία μυστικά. Ο Άντρας ήταν πια Δάσος.
Δεν ήταν μεγάλο. Μερικές εκατοντάδες δέντρα, όχι πολύ μεγάλα ή εντυπωσιακά.. Θάμνοι με φρούτα ή μικρά λουλούδια. Μια μικρούλα λίμνη. Και ένα στρώμα φύλλα και απαλό γρασίδι. Ζωάκια κρύβονταν στην προστατευτική αγκαλιά του, αλλά σπάνια κυνηγοί έψαχναν να τα ξετρυπώσουν. Ένα μικρό μονοπάτι το έκοβε στα δυο και οδηγούσε στο παλάτι του βασιλιά. Το μονοπάτι που διέσχισε η Χιονάτη. Το Δάσος έστειλε πουλιά να χαϊδέψουν τα αχνάρια από τα ποδαράκια της, μέλισσες να μυρίσουν το άρωμά της, ελαφάκια να γευτούν τη γεύση της. Παρακαλούσε να γίνει πάλι Άντρας, να πάρει στην αγκαλιά του το κορίτσι και να γίνει και ο ίδιος πάλι παιδί. Πέρασαν χρόνια πριν εμφανιστεί ξανά η άσχημη νεράιδα. Ήταν κλαμένη. Πίστευε πως θα μπορούσε να αντισταθεί στα παρακάλια του και να τον κρατήσει για πάντα στον κόσμο της. Δεν άντεξε όμως.
Ο Άντρας ήταν πάλι Άντρας. Πάτησε ξανά το χώμα, ζεστάθηκε από τον ήλιο, έφαγε γλυκούς καρπούς. Άρχισε αμέσως να αναζητά τη Χιονάτη. Όταν τη βρήκε ήταν ήδη νεκρή, στα βάθη ενός άλλου δάσους. Σκοτωμένη από ένα μήλο, με 7 νάνους, φύλακες του πανέμορφου κορμιού της. Ο Άντρας δεν ήταν πρίγκιπας και οι φρουροί της Αγάπης του δεν τον άφησαν ούτε να την πλησιάσει και να δώσει ένα φιλί στα σαν ματωμένα χείλη της. Οι πληγές στην καρδιά του Άντρα δεν είχαν προλάβει να κλείσουν. Την άκουσε να σπάει. Για μια ακόμα φορά φώναξε, παρακάλεσε. Η νεράιδα του αυτή τη φορά ήρθε γρήγορα. Δε θα τον έχανε ποτέ πια. Με δάκρυα στα μάτια τον φίλησε τρυφερά στα χείλη. Ο Άντρας ήταν πια Νεκρός. Λίγο πιο πέρα ο πέρα ο Πρίγκιπας ξυπνούσε τη Χιονάτη από τον ύπνο της.
Ένα ακόμα χαρούμενο τέλος…